Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ήτανε να γίνει έτσι.Προγραμματισμένη κατάσταση. Να πάω γω στο χωράφι να το βρω το λαγοπουλάκι, ότι είχε βγει απ' τη φωλιά και κοιμότανε με τη χελωνίτσα μαζί. Και μετά να πάω στο γειτονικό να δω τον λαγό κρεμασμένο στην αποθήκη. Άμα δεν τον έβρισκα εγώ το λαγό και βάραγα και την καμπάνα πως τον πήρε ο άλλος, δεν θα ΄βλεπα τα ουράνια, αυτό το φως να λάμπει ο τόπος, όπου κόβει το μάτι σου να λάμπει. Όλα έχουν τη  σημασία τους.

Ήταν Μάιος μήνας. Έτσι  θα ΄τανε για να πάω εγώ. «Πήγαινε» μου λέει η μάνα μου «να βγάλεις τα χόρτα από το χωράφι με τις γκορτσές». Και πήγα και ενώ περπάταγα βρίσκω το λαγοπουλάκι με μια χελώνα. Η χελώνα θα ΄τανε δύο, τριώ χρονώ, τέσσερω. Γιατί γεννιέται κι αυτή κι είναι μωρό. Ήταν μεγαλύτερη η χελώνα. Κοιμόσαντε πλάι πλάι. Και το πήρα γω το λαγοπουλάκι το πήγα στο σπίτι σε ένα κλουβί. Εκεί το βάλαμε μέσα και του βάζαμε μαζί με την κατσίκα και χορταράκι και  ήρθε και έγινε ένα πράμα, άλλο πράμα. Και να κάθεται σαν τις γάτες που καθόνται  χάμω και νίβονται με τα χεράκια τους με τα ποδαράκια τους. Έτσι ο λαγός! Ήτανε χαμογελαστό αυτό το πράμα.  Εμείς δεν επρόκειτο να βάζαμε μαχαίρι στο λαγό. Στο λέω, καμάρι μου, δεν υπήρχε περίπτωση.  Θα τον είχαμε εκεί όσο έζηγε ο λαγός να ζει.

 Ένα πρωί σηκώθηκε η μανούλα μου, ήταν και λίγο φωνακλού, έβαλε τις φωνές. Κάποιος επήρε το λαγό. «Ας τον πήρε ρε μάνα» της λέω. «Ας τον πήρε, εμείς θα τον τρώγαμε το λαγό; Να βλέπεις ένα τέτοιο πράμα να σου χαμογελάει ο λαγός. Μπορείς να τον βάλεις στη κατσαρόλα;» 

Επέρασε κάνα μισάωρο και πήγα στο γειτονικό στου Μήτσου, αυτού που ήταν και κουρέας στο χωριό, ήταν η πόρτα της αποθήκης ανοιχτή  και κρεμότανε... ο λαγός. Tι να σου πω μωρέ σάματι ότι ήταν αρνί. Αλλόκοτο πράμα. Ήτανε από το βράδυ που κοιμηθήκαμε εμείς. Ήτανε στεγνός, έβαλα και το χέρι μου απάνω και τον ακούμπησα. Γύρισα κι έφυγα Έκανα το σταυρό μου ως συνήθως. Άμα το ΄λεγα στη μάνα μου δεν εκρυβότανε. Η μάνα μου ήθελε να το πει στον αδερφό της. Ήθελε να το πει στην ξαδέρφη της. Η μάνα μου δεν ήτανε όπως εγώ. Και γεράσαμε πια και  αυτό δεν εμαθεύτηκε. Τό ‘πα τώρα τελευταία εδώ στην Αθήνα.

Την άλλη μέρα ήταν 6 Αυγούστου του Σωτήρος και επήγε ο Γιώργης να ψωνίσει, γιατί αρχίζοντας ο Αύγουστος, άμα έβρεχε, ήσαν κάτι χωράφια που έπρεπε να πας νωρίς εκεί. Ο Γιώργης ήταν  ένα ξάδερφός μας  που εδουλεύανε στη Γιανόστα με τον αδερφό μου. Δεύτερος ξάδερφος ήτανε αυτός, μεγαλύτερος από τον Βασίλη. Είχαν ανοίξει ένα μαγαζί και δουλεύανε. Επήγε ο άνθρωπος να ψωνίσει. Επήρα και γω  κανα δυο μουλάρια και πήγα στο Γιαννέκο ήθελε να περάσει το αυτοκίνητο από κει. Πήγα, τι ώρα δε θυμάμαι, νύχτα ήτανε. Δεν ξέρω τι ώρα φτάσαμε στο χωριό. Μόλις εμπήκαμε στο χωριό, άνοιξε αυτό το πράμα. Ολοένα πάνω κοιτάω πιότερο πάνω παρά κάτω κι έλαμπε ο τόπος ολόγυρα, έλαμπε ο τόπος. Πήγαινε πέντε βήματα μπροστά ο άνθρωπος. Ήταν καλός θεοσυχωρέστον, ήταν πάρα πολύ καλός. Ε του μίλησα τι ναι κείνο Γιώργο του λέω. Τίποτα ο άνθρωπος, δεν έκαμε έτσι. Μήτε είδε, μήτε άκουσε. Μήτε που του μίλησα τίποτα, που  έλαμπε ο τόπος τίποτα. Εγώ πήγα με τα φορτωμένα στην αποθήκη. 

Την άλλη μέρα είδα που ήρθε ο Κώστας, ο Κώστας ήταν δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μας. Πολύ καλός κι ο Κώστας. Καθόντανε με τη μάνα μου και κουβεντιάζανε ήταν καμιά σαρανταριά χρονώνε ανύπαντρος. Και του ΄λεγε η μάνα μου «Κώστα, παντρέψου ρε Κώστα,  τι θα μας φάνε οι ψείρες». Και της έλεγε «Πάναινα  κλείσ΄  την αυλόπορτά σου κι άσε με».  

Και κει το θυμήθηκα ρε παιδιά έτσι κι έτσι τους λέω. Για την λάμψη έξω απ το χωριό, μόνο που ήταν του Σωτήρος, για τον λαγό τσιμουδιά. Και μου λέει η μάνα μου «καλά ρε Κανέλλα  δεν είπες τίποτα». «Τι να λεγα ρε μάνα;» της λέω. Ο Κώστας σκυφτός, σκυφτός τον πήρε το παράπονο τον άνθρωπο. Και μου λέει «Κανέλλα είσαι Χριστιανή». «Γιατί δεν είμαι Κώστα μου;» «Είσαι παιδάκι μου, σου λέω». Το κατάλαβε. Αφού δεν εδιαδώθηκε αυτό το πράμα, νέος άνθρωπος ανύπαντρος, δυναμικός, κουρέας τι να πάω εγώ να τον μουτζαλιάσω, να το μαγαρίσω δηλαδή. Φτούνα εγώ δεν τα μπόρεσα ποτέ. Και θέλω να σου πω όλα έχουν τη σημασία τους. 

Γι αυτό σου λέω ήτανε να γίνει έτσι. Προγραμματισμένη κατάσταση!

Γιώργος Δ. Αγγελόπουλος