Μια έντονη νύχτα
Κουνούσε όλον τον Μάη. Άλλοτε ήταν αναπηδητά, άλλοτε εγκάρσια πέρα δώθε. Σε λίγο ακούγαμε από το ραδιόφωνο «σεισμική δόνηση τόσων Ρίχτερ, έγινε αισθητή…». Είχαμε γίνει εκτιμητές της κλίμακας. «Τον κόβω για 4,5. Να δεις τόσο θα πει». Μόλις άρχιζε το κούνημα να ‘σου μας κάτω απ’ τα πρέκια στις πόρτες, κάτω από τα γραφεία, από τα τραπέζια αγκαλιάζοντας σφικτά ένα ποδάρι, όπως είχαν δώσει οδηγίες συμπεριφοράς μέσω των ερτζιανών. Με το που ηρεμούσε βουρ έξω στο δρόμο, στο χέρι ένα τσαντάκι πρώτης ανάγκης με τα απαραίτητα, που περίμενε κοντά στην είσοδο. Περιεχόμενο… υποτυπώδες φαρμακείο με γάζες κι ιώδιο, τρανζιστοράκι, φακός, σφυρίχτρα, ένα παγούρι με νερό, λίγα μπισκότα, καμιά ζακετούλα και αν υπήρχε… έναν τέντζερη για κράνος. Πηγαίναμε στ’ ανοίγματα και τις πλατείες, μακριά από τις πολυκατοικίες. Συναντιόμασταν φίλοι, συμφοιτητές και γείτονες. Όλοι κοντά στο κέντρο νοικιάζαμε ώστε να είμαστε κοντά στις Σχολές μας, να τις προσεγγίζουμε σύντομα με τα πόδια. Εκεί , αφού διηγιόταν καθένας πώς τον ένοιωσε, πού ήταν εκείνη τη στιγμή και τι έκανε, ρίχναμε και μια εκτίμηση περί της κλίμακας και ξεχνιόμασταν αρχίζοντας τα καλαμπούρια. Οι ηλικιωμένες είχαν κατέβει στο δρόμο από νωρίς. Καθόντουσαν στα κατώφλια πάνω στις βαλιτσούλες τους όπου είχαν συγκεντρώσει ό,τι πολυτιμότερο απ’ το βιος τους.
«Τι έχεις καλέ γιαγιά στη βαλίτσα; Λίρες;».
Άλλες απαντούσαν στα πειράγματα και άλλες κοίταζαν με επικριτικό βλέμμα τους αναιδείς φοιτητές που έπαιζαν με τον πόνο και το φόβο τους.
«Σαν δε ντρέπεσαι να κοροϊδεύεις ανάγωγε. Έτσι κάνεις με τη νόνα σου, με τη μάνα σου; Πότε θα προλάβω να κατέβω από τον τέταρτο, έχω εγώ τα πόδια σου;».
Ναι βέβαια, η οδηγία ήταν να μην παίρνουμε το ασανσέρ. Τι να σου κάνουν οι δόλιες, η ζωή είναι γλυκιά όσων χρονών και να ’σαι. Εμείς τι είχαμε αξίας να περισώσουμε; Τα βιβλία μας! Αλλά αυτά δεν κουβαλιόταν με τίποτα.
«Τι έχεις καλέ γιαγιά στη βαλίτσα; Λίρες;».
Άλλες απαντούσαν στα πειράγματα και άλλες κοίταζαν με επικριτικό βλέμμα τους αναιδείς φοιτητές που έπαιζαν με τον πόνο και το φόβο τους.
«Σαν δε ντρέπεσαι να κοροϊδεύεις ανάγωγε. Έτσι κάνεις με τη νόνα σου, με τη μάνα σου; Πότε θα προλάβω να κατέβω από τον τέταρτο, έχω εγώ τα πόδια σου;».
Ναι βέβαια, η οδηγία ήταν να μην παίρνουμε το ασανσέρ. Τι να σου κάνουν οι δόλιες, η ζωή είναι γλυκιά όσων χρονών και να ’σαι. Εμείς τι είχαμε αξίας να περισώσουμε; Τα βιβλία μας! Αλλά αυτά δεν κουβαλιόταν με τίποτα.
Είχε και Μουντιάλ στο άλλο ημισφαίριο, στην Αργεντινή. Την Αργεντινή της χούντας του Βιντέλα, των βασανιστηρίων, των διώξεων, του τρόμου, των συγκρούσεων, των αγνοουμένων, των εκτελεσμένων. Εμείς ζούσαμε τη Μεταπολίτευση και πνέαμε μένεα για τον Κίσινγκερ και τους δολοφόνους των λαών Αμερικάνους. Το πάθος των ανδρών, κυρίως, για το ποδόσφαιρο το εκμεταλλεύτηκαν κατά κόρον για αποπροσανατολισμό στις χούντες και προσωπικά έμενα συστηματικά αδιάφορη για το σπορ. Την περίοδο όμως αυτή, που τα παιγνίδια γινόταν εκεί πρωί και δω είχαμε μεταμεσονύχτιο, μεταδινόταν από την τηλεόραση. Οι «σεισμοφοβούμενοι», νέοι και γέροι άρρενες παρακολουθούσαν τα ματς από τις βιτρίνες των καταστημάτων γύρω στις πλατείες που πουλούσαν, πια, έγχρωμες συσκευές. Με το Μουντιάλ ανέβηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις, παρόλο το φόβο μην καταπλακωθούν σε ενδεχόμενο καταστροφικό κτύπημα του Εγκέλαδου. Ήταν και τα ματς μια παρηγοριά μες τον τρόμο της νύχτας.
Περνούσε η ώρα ξεθύμαινε ο φόβος, άλλοι γύριζαν να τον πάρουν κάνα δυο ώρες, είχαν και δουλειά το πρωί. Εμείς άλλοτε κατηφορίζαμε προς την Πρίγκηπος Νικολάου να φάμε κάνα πατσά στην Τρουλού, άλλοτε οδεύαμε να γευτούμε τα μοσχομυριστά καυτά σιμίτια με σουσάμι από τον φούρνο της Γούναρη πάνω από την Καμάρα, να διασκεδάσουμε την κατάσταση και να συνεχίσουμε με λίγο ύπνο στου όποιου είχε μεγαλύτερο σπίτι, να είμαστε παρέα. Είχε αρχίσει εν τω μεταξύ και η εξεταστική και οι περισσότεροι τραβούσαμε ξενύχτια.
Στις είκοσι μία είχε οριστεί η εξέταση στη Βιοχημεία. Ήμαστε μες την ένταση, γιατί η γραπτή δοκιμασία θα ήταν με σύστημα πολλαπλής επιλογής. Πολύ προχώ πράγματα με τον αμερικανοσπουδαγμένο καθηγητή μας που έφερε νέα ήθη και τάραξε την καθεστηκυία τάξη στο Χημικό του ΑΠΘ. Γύρω στις δέκα είπαμε να κάνουμε διάλειμμα και πήγαμε να τσιμπήσουμε σ’ ένα καινούριο ιταλικό στην Κούσκουρα που είχε περίεργες μακαρονάδες και ριζότα. Καθίσαμε στα τραπεζάκια έξω κάτω από μια ακακία. Τρώγαμε μετρημένα, όσο άντεχε το μηνιάτικο.
«Να πάρουμε μια μπύρα ακόμη, τη σηκώνει η ζέστη».
«Αν μας φτάνουν τα λεφτά… αλλά πώς θα συνεχίσουμε το διάβασμα μετά.»
Δεν προλάβαμε να το καλοσκεφτούμε. Άρχισε ένα κούνημα τρελό. Τα σερβίτσια χόρευαν σουίνγκ. Τα τραπεζοκαθίσματα εκτινάσσονταν σαν νάταν πάνω σε βατήρα. Οι πολυκατοικίες ταλαντεύονταν σαν κυπαρίσσια σε τυφώνα, πλησίαζαν οι ταράτσες και απομακρύνονταν με περισσή ελαστικότητα. Θραύσματα οικοδομικών υλικών μας βομβαρδίζανε από παντού. Η άσφαλτος κυμάτιζε σαν νάτανε ρευστή, τη μια στιγμή η επιφάνεια ρυτίδιαζε, σε δευτερόλεπτα φούσκωνε σαν τσουνάμι. Τα τζαμιλίκια έτριζαν καθώς θρυμματιζόταν σαν να τα έσπαζαν στα μπουζούκια καμιά εκατοστή θεριακλήδες μαζεμένοι. Και ένας θόρυβος από τα έγκατα της γης συντάρασσε τον μικρόκοσμο της περιοχής. Απίστευτες εικόνες, έξω από τους νόμους της φυσικοχημείας για τη συμπεριφορά των υλικών. Τέτοια ένταση, τέτοιο ταρακούνημα σαν νάπεσαν μαζεμένα είκοσι φουρνέλα να ανοίξουν τούνελ για τρένο.
Στις είκοσι μία είχε οριστεί η εξέταση στη Βιοχημεία. Ήμαστε μες την ένταση, γιατί η γραπτή δοκιμασία θα ήταν με σύστημα πολλαπλής επιλογής. Πολύ προχώ πράγματα με τον αμερικανοσπουδαγμένο καθηγητή μας που έφερε νέα ήθη και τάραξε την καθεστηκυία τάξη στο Χημικό του ΑΠΘ. Γύρω στις δέκα είπαμε να κάνουμε διάλειμμα και πήγαμε να τσιμπήσουμε σ’ ένα καινούριο ιταλικό στην Κούσκουρα που είχε περίεργες μακαρονάδες και ριζότα. Καθίσαμε στα τραπεζάκια έξω κάτω από μια ακακία. Τρώγαμε μετρημένα, όσο άντεχε το μηνιάτικο.
«Να πάρουμε μια μπύρα ακόμη, τη σηκώνει η ζέστη».
«Αν μας φτάνουν τα λεφτά… αλλά πώς θα συνεχίσουμε το διάβασμα μετά.»
Δεν προλάβαμε να το καλοσκεφτούμε. Άρχισε ένα κούνημα τρελό. Τα σερβίτσια χόρευαν σουίνγκ. Τα τραπεζοκαθίσματα εκτινάσσονταν σαν νάταν πάνω σε βατήρα. Οι πολυκατοικίες ταλαντεύονταν σαν κυπαρίσσια σε τυφώνα, πλησίαζαν οι ταράτσες και απομακρύνονταν με περισσή ελαστικότητα. Θραύσματα οικοδομικών υλικών μας βομβαρδίζανε από παντού. Η άσφαλτος κυμάτιζε σαν νάτανε ρευστή, τη μια στιγμή η επιφάνεια ρυτίδιαζε, σε δευτερόλεπτα φούσκωνε σαν τσουνάμι. Τα τζαμιλίκια έτριζαν καθώς θρυμματιζόταν σαν να τα έσπαζαν στα μπουζούκια καμιά εκατοστή θεριακλήδες μαζεμένοι. Και ένας θόρυβος από τα έγκατα της γης συντάρασσε τον μικρόκοσμο της περιοχής. Απίστευτες εικόνες, έξω από τους νόμους της φυσικοχημείας για τη συμπεριφορά των υλικών. Τέτοια ένταση, τέτοιο ταρακούνημα σαν νάπεσαν μαζεμένα είκοσι φουρνέλα να ανοίξουν τούνελ για τρένο.
![]() |
| "Gaspard Marsy, Fontaine de l’Encelade, Musée national des châteaux de Versailles et de Trianon, Versailles, France (1675–1676) |
Τιναχθήκαμε ενστικτωδώς καλύπτοντας με τις τσάντες τα κεφάλια μας και τρέξαμε προς τα ανοίγματα μη πέσει τίποτε επάνω μας. Ούτε που λογαριάσαμε τι χρωστούσαμε στο μαγαζί. Τέτοιε ώρες, τέτοια λόγια. Πάμε προς την πλατεία Ναυαρίνου, ένα από τα στέκια μας για τις ώρες που σειόταν η γης. Έμενε η κολλητή μου στη Γούναρη στον πρώτο όροφο. Τη βρήκαμε έντρομη με τη βεραμάν νυχτικιά και την πικεδένια ρόμπα της στραβοκουμπωμένη. Δίπλα της έκλαιγε η αδελφή της με ένα παπούτσι και μια σαγιονάρα. Αγκαλιαστήκαμε και μια γελούσαμε, μια κλαίγαμε από την ένταση και τον τρόμο. Παιδάκια τσίριζαν, γυναίκες σε υστερία, ηλικιωμένοι που γκρίνιαζαν, ένας κόσμος πολύχρωμος, αναμαλλιασμένος, με την πιο αλλοπρόσαλλη αμφίεση έξω από κάθε dress code, σε απόλυτο πανικό.
«Και σ’ έλεγα να πάρουμε άλλη μια μπύρα», θυμήθηκα το απλήρωτο δείπνο στο “Ιμπέρια”.
Μέσα στον πανικό ακούστηκε ένας φοβερός γδούπος, ανέβηκε ένας κουρνιαχτός και άστραψαν σπινθήρες στον ουρανό από βραχυκυκλώματα. Τι γίνεται βρε παιδιά; Από την Στ. Γονατά που έβγαινε στην πλατεία Ιπποδρομίου έρχονταν αλλόφρονες «Έπεσε η πολυκατοικία του “Νίκου”, κλείστηκαν άνθρωποι μέσα». Ήταν και σε κείνη την πλατεία ο ένας δίπλα στον άλλον και έβλεπαν πως ακόμη έβγαινε κόσμος από την είσοδο.
Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε προς το Πανεπιστήμιο που ήταν ακόμη πιο ανοικτά. Ένας λόγος ήταν. Συνωστισμός, κορναρίσματα, αυτοκίνητα φορτωμένα οικογένειες προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από το κέντρο. Ο ένας τραβούσε από δω ο άλλος από κει. Βρήκαμε κοντά στην Εγνατία την αδελφή ενός φίλου μας τυλιγμένη στο μπουρνούζι του μπάνιου και το βρεμένο μαλλί σ’ ένα σαρίκι πετσετέ. Μαζί η συγκάτοικός της με σπασμένο το χέρι να ουρλιάζει, είχε πανικοβληθεί και προσπάθησε να πηδήξει από το παράθυρο του ημιώροφου.
«Πάμε προς το Αχέπανς που έχει άπλα. Όλο και κάποιος γιατρός θα βρεθεί να το δει. Μπορεί να θέλει και γύψο.»
Στο δρόμο συναντούσαμε κι άλλους φίλους. Ευτυχώς δεν βρήκε τον κόσμο στον βαθύ ύπνο της νύχτας, σκεφτόμασταν. Στο παρκάκι με τα ρωμαϊκά ερείπια απέναντι από τον Άγιο Στυλιανό είδαμε και τοκετό… υπαίθριο. Κοριτσάκι, είπαν οι πλησιέστεροι. «Σεισμούλα να την πούνε», πρότειναν κάποιοι. Η ζωή δεν σταματά, έρχεται να επικρατήσει, να δώσει ελπίδα. Σίγουρα θα έχει νεκρούς ο σεισμός. Δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε την ένταση. Η δόνηση ήταν πρωτόγνωρη και με διάρκεια.
«Και σ’ έλεγα να πάρουμε άλλη μια μπύρα», θυμήθηκα το απλήρωτο δείπνο στο “Ιμπέρια”.
Μέσα στον πανικό ακούστηκε ένας φοβερός γδούπος, ανέβηκε ένας κουρνιαχτός και άστραψαν σπινθήρες στον ουρανό από βραχυκυκλώματα. Τι γίνεται βρε παιδιά; Από την Στ. Γονατά που έβγαινε στην πλατεία Ιπποδρομίου έρχονταν αλλόφρονες «Έπεσε η πολυκατοικία του “Νίκου”, κλείστηκαν άνθρωποι μέσα». Ήταν και σε κείνη την πλατεία ο ένας δίπλα στον άλλον και έβλεπαν πως ακόμη έβγαινε κόσμος από την είσοδο.
Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε προς το Πανεπιστήμιο που ήταν ακόμη πιο ανοικτά. Ένας λόγος ήταν. Συνωστισμός, κορναρίσματα, αυτοκίνητα φορτωμένα οικογένειες προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από το κέντρο. Ο ένας τραβούσε από δω ο άλλος από κει. Βρήκαμε κοντά στην Εγνατία την αδελφή ενός φίλου μας τυλιγμένη στο μπουρνούζι του μπάνιου και το βρεμένο μαλλί σ’ ένα σαρίκι πετσετέ. Μαζί η συγκάτοικός της με σπασμένο το χέρι να ουρλιάζει, είχε πανικοβληθεί και προσπάθησε να πηδήξει από το παράθυρο του ημιώροφου.
«Πάμε προς το Αχέπανς που έχει άπλα. Όλο και κάποιος γιατρός θα βρεθεί να το δει. Μπορεί να θέλει και γύψο.»
Στο δρόμο συναντούσαμε κι άλλους φίλους. Ευτυχώς δεν βρήκε τον κόσμο στον βαθύ ύπνο της νύχτας, σκεφτόμασταν. Στο παρκάκι με τα ρωμαϊκά ερείπια απέναντι από τον Άγιο Στυλιανό είδαμε και τοκετό… υπαίθριο. Κοριτσάκι, είπαν οι πλησιέστεροι. «Σεισμούλα να την πούνε», πρότειναν κάποιοι. Η ζωή δεν σταματά, έρχεται να επικρατήσει, να δώσει ελπίδα. Σίγουρα θα έχει νεκρούς ο σεισμός. Δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε την ένταση. Η δόνηση ήταν πρωτόγνωρη και με διάρκεια.
Στρατοπεδεύσαμε μπροστά από το στρογγυλό της Μετεωρολογίας. Από το Νοσοκομείο είχαν τσουλήσει και κρεβάτια έξω, με τους ορούς κρεμασμένους ακόμη στα δέντρα. Πήγαν κάνα δυο την τραυματισμένη για περίθαλψη. Οι υπόλοιποι στρωθήκαμε στο χορτάρι. Οι δονήσεις συνεχίζονταν τακτικά σε πιο ήπια μορφή. Αφού είπαμε ο καθένας πώς μας βρήκε ο σεισμός, τι είδαμε στη διαδρομή, την ανησυχία μας για μια συντοπίτισσα που διάβαζε συχνά με την συμφοιτήτριά της στην πολυκατοικία που έπεσε, αρχίσαμε τα δρακουλίστικα. «Ξέρετε, είπε ένας από τους ντόπιους φοιτητές, εδώ που κτίστηκε το Πανεπιστήμιο ήταν εβραϊκό νεκροταφείο». Μπρρρρ… Ώρες είναι να ήρθε η συντέλεια του κόσμου και να δούμε κάνα Δαβίκο να βρικολακιάζει, κατά τας γραφάς τά μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα τών κεκοιμημένων ήγέρθησαν. Ο Μιχάλης είχε προλάβει να πάρει την σακούλα πρώτης ανάγκης και είχε τρανζίστορ. Έδιναν συνεχώς οδηγίες κι εκτιμήσεις. 6,5 Ρίχτερ είπαν. Πρωταγωνιστής ο Παπαζάχος, καθηγητής της Σεισμολογίας, που ως τα τώρα μάς ήταν άγνωστος και σε μια βραδιά τον έμαθαν και οι πέτρες που μελετούσε τις κινήσεις τους. Άλλοι τον εμπιστευόταν και άλλοι όχι. «Μπα, μεγαλύτερος είναι, αλλά δεν το λεν μην μας τρομοκρατήσουν». Ανοίξαμε τότε άλλη συζήτηση, για τις κλίμακες Ρίχτερ και Μερκάλι, τι μετρά η καθεμιά. Κάναμε ένα σύντομο σεμινάριο στους πιο ανίδεους που κατά τύχη βρέθηκαν στο ίδιο σημείο για διανυκτέρευση.
Να ’σου και ο Νίκος Παπαδόπουλος, όπως πάντα γελαστός και αισιόδοξος, με την καινούρια φωτογραφική κρεμασμένη στην τσάντα του ώμου. Ο καθένας ό,τι πρόλαβε πιο πολύτιμο να πάρει και για τον Νίκο αυτό το απόκτημα τού ήταν αχώριστο. «Ώρες είναι να μας βάλεις να ποζάρουμε σ’ αυτά τα χάλια» γκρινιάξαμε οι φιλάρεσκες κοπελιές. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς την ομορφιά μας. Ήρθε η Νίκη με το χέρι στον γύψο. Πάλι καλά που δεν κατέρρευσε αυτομάτως δια του σεισμού το σύστημα υγείας. "Πάμε στην αιμοδοσία; Θα έχει τραυματίες, τουλάχιστον να δώσουμε αίμα" έριξα την ιδέα. Το είχα κάνει και πριν τέσσερα χρόνια στην επιστράτευση. Ήταν μια κάποια συνεισφορά στα δύσκολα. Στο Αχέπανς μας ξάπλωσαν δυο δυο, τους γενναίους φοιτητές.«Και σ’ έλεγα να πάρουμε άλλη μια μπύρα», μου είχε γίνει εμμονή από τη νευρικότητα, θα το επανέλαβα καμιά δεκαριά φορές μέχρι το πρωί της επομένης.
Όταν επιστρέψαμε φάνηκε κι ο Τάκης κουνώντας το κεφάλι με απογοήτευση. «Ούτε σε δυο μέρες δεν τελειώνουν οι ουρές, σε τρεις θαλάμους πήγα για τηλέφωνο, τζίφος». Ήθελε ακόμη μια εικοσαετία για να εμφανιστούν τα κινητά. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήμουν η μόνη που διέθετε τηλέφωνο, χάρη στην ταχύτητα εξυπηρέτησης της προ εξαετίας αίτησης του ξαδέλφου μου στο ευαγές ίδρυμα που λέγεται ΟΤΕ. Μέχρι να έρθει η γραμμή είχε παντρευτεί και είχε φύγει παραχωρώντας μου το διαμέρισμα και έτσι το πέρασαν στη νέα νοικάρισσα. Στις 2.30 σχεδιάσαμε την επιχείρηση να μπούμε στο διαμέρισμά μας στη Φιλίππου.
Όταν επιστρέψαμε φάνηκε κι ο Τάκης κουνώντας το κεφάλι με απογοήτευση. «Ούτε σε δυο μέρες δεν τελειώνουν οι ουρές, σε τρεις θαλάμους πήγα για τηλέφωνο, τζίφος». Ήθελε ακόμη μια εικοσαετία για να εμφανιστούν τα κινητά. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήμουν η μόνη που διέθετε τηλέφωνο, χάρη στην ταχύτητα εξυπηρέτησης της προ εξαετίας αίτησης του ξαδέλφου μου στο ευαγές ίδρυμα που λέγεται ΟΤΕ. Μέχρι να έρθει η γραμμή είχε παντρευτεί και είχε φύγει παραχωρώντας μου το διαμέρισμα και έτσι το πέρασαν στη νέα νοικάρισσα. Στις 2.30 σχεδιάσαμε την επιχείρηση να μπούμε στο διαμέρισμά μας στη Φιλίππου.
Περπατήσαμε στη μέση του δρόμου όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα. Θα μπαίναμε αστραπιαία. Ένας θα κρατούσε την εξώπορτα ανοικτή, άλλος την πόρτα του διαμερίσματος, εγώ θα καλούσα τη μάνα μου και η Μαρία θα έπαιρνε τις σεισμοτσάντες και κάνα στρωσίδι. Τα καταφέραμε και σε δυο λεπτά ξαναβγήκαμε αφού δώσαμε σημεία ζωής και εντολή να ειδοποιηθούν όλοι οι γονείς των «επιζώντων Καβαλιωτών φοιτητών» που είχαμε ανταμώσει. Η μάνα μου είχε τρελαθεί από την αγωνία. Με το που έκλεισα, άρχισε το σήριαλ των ειδοποιήσεων, να ηρεμήσει τους υπόλοιπους γονείς. Επιστρέψαμε στο γρασίδι της Μετεωρολογίας. Πιάσαμε τα ανέκδοτα να διασκεδάσουμε τους φόβους μας ροκανίζοντας μπισκότα. Ξαπλώναμε εκ περιτροπής κολλητά ο ένας στον άλλο. Τα κεφάλια ακουμπούσαν τα πόδια των πιο πίσω, τα χέρια μπερδευόντουσαν, το ανώμαλο έδαφος μας έτρωγε στην πλάτη.
Μόλις πήρε να χαράζει σηκωθήκαμε να πάμε στην Ιπποδρομίου. Ένα βουνό σπασμένα ακανόνιστα μπετόν στο άκρο της πλατείας και συνεργεία της πυροσβεστικής να προσπαθούν να βρουν τους καταπλακωμένους. Οι διπλανές πολυκατοικίες ξεκοιλιασμένες, χωρίς πρόσοψη αποκάλυπταν το εσωτερικό από τα διαμερίσματα σε κάθετη τομή. Εικόνες μετά από βομβαρδισμό που είχαμε δει μόνο στον κινηματογράφο. Στις οκτώ ξαναμπήκαμε σπίτι μας. Βιβλιοθήκες πεσμένες, γυαλικά σπασμένα, σκόρπια βιβλία και αντικείμενα, ανάπιπτα σε διάφορα μεγέθη από σκόνη μέχρι γύψινες κοτρώνες, ρωγμές που σχημάτιζαν δενδρύλλια στους τοίχους. Ρίξαμε με τη Μαρία λίγο νερό στα μούτρα μας και κινήσαμε για το Χημείο.
Μόλις πήρε να χαράζει σηκωθήκαμε να πάμε στην Ιπποδρομίου. Ένα βουνό σπασμένα ακανόνιστα μπετόν στο άκρο της πλατείας και συνεργεία της πυροσβεστικής να προσπαθούν να βρουν τους καταπλακωμένους. Οι διπλανές πολυκατοικίες ξεκοιλιασμένες, χωρίς πρόσοψη αποκάλυπταν το εσωτερικό από τα διαμερίσματα σε κάθετη τομή. Εικόνες μετά από βομβαρδισμό που είχαμε δει μόνο στον κινηματογράφο. Στις οκτώ ξαναμπήκαμε σπίτι μας. Βιβλιοθήκες πεσμένες, γυαλικά σπασμένα, σκόρπια βιβλία και αντικείμενα, ανάπιπτα σε διάφορα μεγέθη από σκόνη μέχρι γύψινες κοτρώνες, ρωγμές που σχημάτιζαν δενδρύλλια στους τοίχους. Ρίξαμε με τη Μαρία λίγο νερό στα μούτρα μας και κινήσαμε για το Χημείο.
«Θα γίνουν οι εξετάσεις;» είχαν έρθει πολλά παιδιά.
Ο συμφοιτητής μας ο Γεράσιμος εμφανίστηκε με μια στάμπα στο μάγουλο που έγραφε ''ΤΑ ΝΕΑ'', είχε κοιμηθεί πάνω σε μια εφημερίδα για να αποφύγει την υγρασία από το γρασίδι.
Μέσα στα κτήρια συνεργεία μηχανικών που επιστρατεύτηκαν για εκτίμηση των ζημιών, ξεκίνησαν με τα δημόσια κτήρια. Ήρθε και ο καθηγητής. «Τι θα γίνει με τις εξετάσεις;» ρωτήσαμε. «Λέτε να τις κάνουμε εδώ, δίπλα στο σιντριβάνι» μας πείραξε. «Περιπατητική Σχολή, γιατί όχι» είπε κάποιος. Δεν άργησε να βγει η ανακοίνωση για την αναβολή της εξεταστικής. «Άντε στα σπίτια σας, το κτήριο βγήκε κίτρινο, δεν προσεγγίζουμε».
Πήραμε από το σπίτι σε χρόνο ντε τε δυο πραγματάκια και κατευθυνθήκαμε στο ΚΤΕΛ του Ν. Καβάλας στην Ίωνος Δραγούμη. Όπου φύγει, φύγει. Βρήκαμε πέντε θέσεις γαλαρία. Από την Αγίου Δημητρίου μέχρι το Δερβένι κάναμε τρεις ώρες. Στο Στίβο και τον Περιστερώνα η εθνική οδός έχασκε. Εκεί εντόπιζαν το επίκεντρο. Οι δικοί μας μάς περίμεναν στο σταθμό θαρρείς και γυρνούσαμε από το μέτωπο. Το δε κούνημα μας ακολουθούσε, νομίζαμε ότι ήμασταν σε σέικερ, είχε ενσωματωθεί θαρρείς. Όλη την ώρα ρωτούσαμε αν κουνάει. «Πάει, έχουν ψυχολογικό πρόβλημα», αποφάνθηκαν ανήσυχες οι μαμάδες.
Όταν ξαναγυρίσαμε μετά από δέκα μέρες βρήκαμε τη Θεσσαλονίκη θερινή κατασκήνωση. Αντίσκηνα του στρατού, σιδερένια πλέγματα οικοδομικής με νάιλον σε μορφή τολ, πάνινες σκηνές πολύχρωμες του κάμπινγκ, τεντόπανα που διαμόρφωναν παράγκες και αυτοκίνητα χρησίμευαν για κοιτώνες των σεισμοπαθών. Το χειρότερο ήταν ο απολογισμός των τριανταπέντε αδικοχαμένων ανθρώπων. Ευτυχώς ο χθόνιος και υποχθόνιος αρχηγός των Γιγάντων αποχωρούσε μουγκρίζοντας και στενάζοντας, όλο και σπανιότερα, όλο και πιο ξεθυμασμένα προς το γιατάκι του. Το πράσινο αυτοκόλλητο της οικοδομής μας καθησύχασε να μπούμε.
Τώρα μέλημά μας ήταν μη χαθεί η εκδρομή εξωτερικού των τελειοφοίτων. Τόσα σχέδια των φοιτητών Χημικού για Μαρόκο – Κανάρια Νησιά – Ισπανία. Ο καθένας με τον πόνο του κι εμείς οι νιοι το χαβά μας. Ευτυχώς το κατορθώσαμε. Και μοναδικά περάσαμε και τον φόβο ξεπεράσαμε!
Όταν ξαναγυρίσαμε μετά από δέκα μέρες βρήκαμε τη Θεσσαλονίκη θερινή κατασκήνωση. Αντίσκηνα του στρατού, σιδερένια πλέγματα οικοδομικής με νάιλον σε μορφή τολ, πάνινες σκηνές πολύχρωμες του κάμπινγκ, τεντόπανα που διαμόρφωναν παράγκες και αυτοκίνητα χρησίμευαν για κοιτώνες των σεισμοπαθών. Το χειρότερο ήταν ο απολογισμός των τριανταπέντε αδικοχαμένων ανθρώπων. Ευτυχώς ο χθόνιος και υποχθόνιος αρχηγός των Γιγάντων αποχωρούσε μουγκρίζοντας και στενάζοντας, όλο και σπανιότερα, όλο και πιο ξεθυμασμένα προς το γιατάκι του. Το πράσινο αυτοκόλλητο της οικοδομής μας καθησύχασε να μπούμε.
Τώρα μέλημά μας ήταν μη χαθεί η εκδρομή εξωτερικού των τελειοφοίτων. Τόσα σχέδια των φοιτητών Χημικού για Μαρόκο – Κανάρια Νησιά – Ισπανία. Ο καθένας με τον πόνο του κι εμείς οι νιοι το χαβά μας. Ευτυχώς το κατορθώσαμε. Και μοναδικά περάσαμε και τον φόβο ξεπεράσαμε!
χρονογραφεί ετεροχρονισμένα η Τασούλα Γεωργιάδου




