Μέσα σε μια ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα έγινε το βραδάκι της Παρασκευής (22/1/2016) η παρουσίαση του βιβλίου "Μαθαίνεται η ζωή?'' της Ζωής Κατσιαμπούρα. Παρόντες ήταν συγγραφείς-λογοτέχνες, κριτικοί λογοτεχνίας, εκλεκτοί φιλόλογοι αλλά και πολλοί φίλοι. Εξαιρετικές οι προσεγγίσεις των τριών ομιλητριών, υπέροχη η ερμηνεία του ηθοποιού Κώστα Καστανά. Η συγγραφέας, πλημμυρισμένη από συναισθήματα και θύμησες,άστραφτε, παρ΄όλη τη σεμνότητά της, στη διάρκεια της εκδήλωσης.
 |
| Ζ. Κατσιαμπούρα, Έρη Σταυροπούλου, Τασούλα Καραγεωργίου, Ανθούλα Δανιήλ |
 |
| Ο
Κώστας Καστανάς απογείωσε το κείμενο με μια εκπληκτική ανάγνωση, θαρρείς και
παρακολουθούσες μονόλογο στο θέατρο, με μοναδική ζωντάνια και ηχόχρωμα. |
Η
Ζωή Κατσιαμπούρα μετά τις Ιστορίες της Μανιάς έρχεται να μας πει και
τις δικές της και αποδεικνύεται με τη δεύτερη αυτή εμφάνισή της στην
πεζογραφία σαν έτοιμη από καιρό και θαρραλέα. Και μάλιστα με τις γνώσεις
της από τις σπουδές της καταφέρνει να συγκεράσει τη συγγραφή της
λογοτεχνίας με τη θεωρία της. Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου της με
τον τίτλο Μαθαίνεται η Ζωή; ήδη μας ενημερώνει πώς γράφεται το
μυθιστόρημα. Δεν ξέρω αν θα καταλήξει σε μια θετική απάντηση, όσον αφορά
τη ζωή, αλλά μου λύνει την απορία για το αν αυτός που μιλάει είναι ένας
άλλος –«εγώ είναι ένας άλλος» έλεγε ο Ρεμπώ- δείχνοντας την απόσταση
του εγώ από τον ήρωα, όπως μάθαμε και διδάξαμε σε μαθητές και
συναδέλφους στην Επιμόρφωση: αυτός που γράφει είναι άλλος και δεν είναι
αυτός που λέει «εγώ» μέσα στο μυθιστόρημα… Βέβαια, εγώ που λέω «εγώ»
μέσα στο βιβλίο, δεν είμαι εγώ, αλλά εγώ τα γράφω και τα φορτώνω στον
ήρωά μου.
«Αγαπητέ Λευτέρη, Το διάβασες! Σ’ ευχαριστώ! Τη γνώμη σου τη θεωρώ ειλικρινή για να παίρνω κουράγιο! Τα σχόλιά σου τώρα: Εννοείται ότι δικές μου είναι οι σκέψεις των ηρώων. Πώς αλλιώς; Εγώ είμαι η Μαντάμ Μποβαρύ και ο εραστής και ο Κάρολος. Εγώ διάλεξα το θέμα, εγώ επινόησα τους συνδυασμούς. Οι ιστορίες όμως δεν είναι δικές μου …». Τέλεια. Επομένως εγώ και εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, «hypocrite lecteur mon semblable, Mon Frère!» που έλεγε ο Baudelaire, λέμε ψέματα όταν λέμε πως δεν έχουμε καμία σχέση με τα διαδραματιζόμενα. Απλώς, κρυβόμαστε πίσω από το εγώ των άλλων….
Δεκαεννέα κείμενα. Όλα ένα κι ένα… Είναι η εθνική κοινωνική, πολιτική, πνευματική μας ιστορία, η κακομοίρικη και η μίζερη, από τον καιρό των τσιφλικάδων - πόλεμοι, πραξικοπήματα, φτώχιες, διώξεις, εμφύλιος- μέχρι τη δεκαετία του 1960 που είναι η εποχή των μεγάλων προσδοκιών και ανακατατάξεων, των ψευδαισθήσεων των ελευθεριών, της αλλαγής των πραγμάτων των πολιτικών, των αμφισβητήσεων των αυθεντιών, του ευρωπαϊκού (διάβαζε αμερικάνικου) τρόπου ζωής, των συμπεριφορών και ονείρων, κομμένων και ραμμένων στα μέτρα που ο καθένας μας τα ονειρεύτηκε και τα παράγγειλε, όπως νόμιζε ότι θα του ταίριαζαν και θα τα φόραγε στο τέλος.
Η Κατσιαμπούρα πρώτα πρώτα έχει γνώσεις. Έχει παρατηρητικότητα. Έχει χιούμορ και πάνω απ’ όλα, έχει ταλέντο. Μάζευε υλικό καθαρόαιμο, γκροτέσκο, δυνατό, γεμάτο από μυρωδιές χωριάτικες και λαϊκές, της εποχής που η Ελλάδα προσπαθεί να επικοινωνήσει με την εξ Ευρώπης παιδεία, τα νέα πολιτικά ρεύματα, τον εκσυγχρονισμό… Να γίνουμε κι εμείς Ευρώπη από τον καιρό του Κοραή… Να κάνουμε την περίφημη «Μετακένωση»… Έτσι βλέπουμε στην επιφάνεια το στήσιμο του κωμικού τις περισσότερες φορές, σκηνικού, αλλά από πίσω κι από κάτω, από βάθος μέγα, αναδύονται νοοτροπίες, ιδέες, ήθη, συνήθειες, συμπεριφορές, καταπιεσμένα ένστικτα, καμπουφλαρισμένες επιθυμίες, που θέσαμε υπό ορθολογιστικό έλεγχο, που σχεδόν έχουμε ξεχάσει. Που νομίζαμε πως ξεμάθαμε, προσπαθώντας να μάθουμε τη ζωή και να γίνουμε μοντέρνοι.
Αφήγηση σπαρταριστή, λεξιλόγιο που χρειάζεσαι και τον Μπαμπινιώτη, μερικές φορές (εκείνοι οι Δασκαλοπουλαίοι δε φτάνει που είναι φονιάδες είναι και γεμάτοι άγνωστες λέξεις, πανάθεμά τους: φοντς, πλοκό, γαλίκι, παρμάκες, φιλογούσαν, τζιαουνίζοντα. Έκθεση γεγονότων στα οποία παρουσιάζεται κωμικά καμουφλαρισμένο το δράμα της νεότερης Ελλάδας, της νιότης μας, δηλαδή, της προσπάθειας για «Μετακένωση» του αρχαίου μεγαλείου που έγινε ευρωπαϊκό και τώρα το θέλουμε πάλι πίσω. Ευρωπαϊκά μοντέλα στην ελληνική ψωροκώσταινα. Η Κατσιαμπούρα κάνει έργο αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: «Δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες». Και ποια είναι η δουλειά του; Δουλειά του είναι να ακούει τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζει πώς συμπλέκονται με την ψυχή του και το σώμα του και να τα εκφράζει. Με εκφραστική λιτότητα, χωρίς λεκτικές πιρουέτες, εστιάζοντας στην ουσία, μας έδωσε μια Ελλάδα με την ανθρωπιά της και την απανθρωπιά της.
Όλα ωραία, με πίκρα, με δάκρυ, με πόνο, με χιούμορ. Δεν ξέρω να απαντήσω στο ερώτημα αν «Μαθαίνεται η Ζωή». Το σίγουρο είναι ότι τρώγεται και ότι είναι γεμάτη εκπλήξεις. Κι αν εμείς που έχουμε φάει τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα, δεν απαντήσουμε, τότε κανείς δεν θα απαντήσει. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι όλα γυρίζουν στον τροχό του χρόνου, όλα αλλάζουν, όλα ανατρέπονται, όλα αναθεωρούνται, ανακυκλώνονται και μας ξαφνιάζουν. Έχει έναν ωραίo στίχο ο Paul Εluard: Nous de l’ avenir pour en petit momen penson au passé. Εμείς από το μέλλον για μια στιγμούλα ας σκεφτούμε το παρελθόν (και πώς φτάσαμε ως εδώ, ας συμπληρώσουμε). Η Κατσιαμπούρα σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός βγάζει περιστέρια και λαγούς από το καπέλο της με αυτά τα διηγήματα, τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν επεισόδια ενός επιτυχημένου σίριαλ ευρείας κατανάλωσης.
Ανθούλα Δανιήλ
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από το δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Παραθέματα Λόγου)
Τη Ζωή Κατσιαμπούρα συγχαίρουμε και της ευχόμαστε καλή δύναμη και επιτυχία στο συγγραφικό της έργο!!!
οι Αειφόροι