Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ήτανε να γίνει έτσι.Προγραμματισμένη κατάσταση. Να πάω γω στο χωράφι να το βρω το λαγοπουλάκι, ότι είχε βγει απ' τη φωλιά και κοιμότανε με τη χελωνίτσα μαζί. Και μετά να πάω στο γειτονικό να δω τον λαγό κρεμασμένο στην αποθήκη. Άμα δεν τον έβρισκα εγώ το λαγό και βάραγα και την καμπάνα πως τον πήρε ο άλλος, δεν θα ΄βλεπα τα ουράνια, αυτό το φως να λάμπει ο τόπος, όπου κόβει το μάτι σου να λάμπει. Όλα έχουν τη  σημασία τους.

Ήταν Μάιος μήνας. Έτσι  θα ΄τανε για να πάω εγώ. «Πήγαινε» μου λέει η μάνα μου «να βγάλεις τα χόρτα από το χωράφι με τις γκορτσές». Και πήγα και ενώ περπάταγα βρίσκω το λαγοπουλάκι με μια χελώνα. Η χελώνα θα ΄τανε δύο, τριώ χρονώ, τέσσερω. Γιατί γεννιέται κι αυτή κι είναι μωρό. Ήταν μεγαλύτερη η χελώνα. Κοιμόσαντε πλάι πλάι. Και το πήρα γω το λαγοπουλάκι το πήγα στο σπίτι σε ένα κλουβί. Εκεί το βάλαμε μέσα και του βάζαμε μαζί με την κατσίκα και χορταράκι και  ήρθε και έγινε ένα πράμα, άλλο πράμα. Και να κάθεται σαν τις γάτες που καθόνται  χάμω και νίβονται με τα χεράκια τους με τα ποδαράκια τους. Έτσι ο λαγός! Ήτανε χαμογελαστό αυτό το πράμα.  Εμείς δεν επρόκειτο να βάζαμε μαχαίρι στο λαγό. Στο λέω, καμάρι μου, δεν υπήρχε περίπτωση.  Θα τον είχαμε εκεί όσο έζηγε ο λαγός να ζει.

 Ένα πρωί σηκώθηκε η μανούλα μου, ήταν και λίγο φωνακλού, έβαλε τις φωνές. Κάποιος επήρε το λαγό. «Ας τον πήρε ρε μάνα» της λέω. «Ας τον πήρε, εμείς θα τον τρώγαμε το λαγό; Να βλέπεις ένα τέτοιο πράμα να σου χαμογελάει ο λαγός. Μπορείς να τον βάλεις στη κατσαρόλα;» 

Επέρασε κάνα μισάωρο και πήγα στο γειτονικό στου Μήτσου, αυτού που ήταν και κουρέας στο χωριό, ήταν η πόρτα της αποθήκης ανοιχτή  και κρεμότανε... ο λαγός. Tι να σου πω μωρέ σάματι ότι ήταν αρνί. Αλλόκοτο πράμα. Ήτανε από το βράδυ που κοιμηθήκαμε εμείς. Ήτανε στεγνός, έβαλα και το χέρι μου απάνω και τον ακούμπησα. Γύρισα κι έφυγα Έκανα το σταυρό μου ως συνήθως. Άμα το ΄λεγα στη μάνα μου δεν εκρυβότανε. Η μάνα μου ήθελε να το πει στον αδερφό της. Ήθελε να το πει στην ξαδέρφη της. Η μάνα μου δεν ήτανε όπως εγώ. Και γεράσαμε πια και  αυτό δεν εμαθεύτηκε. Τό ‘πα τώρα τελευταία εδώ στην Αθήνα.

Την άλλη μέρα ήταν 6 Αυγούστου του Σωτήρος και επήγε ο Γιώργης να ψωνίσει, γιατί αρχίζοντας ο Αύγουστος, άμα έβρεχε, ήσαν κάτι χωράφια που έπρεπε να πας νωρίς εκεί. Ο Γιώργης ήταν  ένα ξάδερφός μας  που εδουλεύανε στη Γιανόστα με τον αδερφό μου. Δεύτερος ξάδερφος ήτανε αυτός, μεγαλύτερος από τον Βασίλη. Είχαν ανοίξει ένα μαγαζί και δουλεύανε. Επήγε ο άνθρωπος να ψωνίσει. Επήρα και γω  κανα δυο μουλάρια και πήγα στο Γιαννέκο ήθελε να περάσει το αυτοκίνητο από κει. Πήγα, τι ώρα δε θυμάμαι, νύχτα ήτανε. Δεν ξέρω τι ώρα φτάσαμε στο χωριό. Μόλις εμπήκαμε στο χωριό, άνοιξε αυτό το πράμα. Ολοένα πάνω κοιτάω πιότερο πάνω παρά κάτω κι έλαμπε ο τόπος ολόγυρα, έλαμπε ο τόπος. Πήγαινε πέντε βήματα μπροστά ο άνθρωπος. Ήταν καλός θεοσυχωρέστον, ήταν πάρα πολύ καλός. Ε του μίλησα τι ναι κείνο Γιώργο του λέω. Τίποτα ο άνθρωπος, δεν έκαμε έτσι. Μήτε είδε, μήτε άκουσε. Μήτε που του μίλησα τίποτα, που  έλαμπε ο τόπος τίποτα. Εγώ πήγα με τα φορτωμένα στην αποθήκη. 

Την άλλη μέρα είδα που ήρθε ο Κώστας, ο Κώστας ήταν δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μας. Πολύ καλός κι ο Κώστας. Καθόντανε με τη μάνα μου και κουβεντιάζανε ήταν καμιά σαρανταριά χρονώνε ανύπαντρος. Και του ΄λεγε η μάνα μου «Κώστα, παντρέψου ρε Κώστα,  τι θα μας φάνε οι ψείρες». Και της έλεγε «Πάναινα  κλείσ΄  την αυλόπορτά σου κι άσε με».  

Και κει το θυμήθηκα ρε παιδιά έτσι κι έτσι τους λέω. Για την λάμψη έξω απ το χωριό, μόνο που ήταν του Σωτήρος, για τον λαγό τσιμουδιά. Και μου λέει η μάνα μου «καλά ρε Κανέλλα  δεν είπες τίποτα». «Τι να λεγα ρε μάνα;» της λέω. Ο Κώστας σκυφτός, σκυφτός τον πήρε το παράπονο τον άνθρωπο. Και μου λέει «Κανέλλα είσαι Χριστιανή». «Γιατί δεν είμαι Κώστα μου;» «Είσαι παιδάκι μου, σου λέω». Το κατάλαβε. Αφού δεν εδιαδώθηκε αυτό το πράμα, νέος άνθρωπος ανύπαντρος, δυναμικός, κουρέας τι να πάω εγώ να τον μουτζαλιάσω, να το μαγαρίσω δηλαδή. Φτούνα εγώ δεν τα μπόρεσα ποτέ. Και θέλω να σου πω όλα έχουν τη σημασία τους. 

Γι αυτό σου λέω ήτανε να γίνει έτσι. Προγραμματισμένη κατάσταση!

Γιώργος Δ. Αγγελόπουλος

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

 




Ευαγγελία Γ. Αραβανή

«Οι Λέξεις ανοίγουν πόρτες στη Θάλασσα...» 

εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ

Μελέτες και έρευνες  για την Παιδική Λογοτεχνία και τη Φιλαναγνωσία

Παιδαγωγικές και διδακτικές προεκτάσεις

 «Σε μια μαγική στιγμή στην πρώιμη παιδική σου ηλικία, η σελίδα ενός βιβλίου- αυτή η διαδοχή συγκεχυμένων, ολότελα ξένων κρυπτογραφημάτων- απέκτησε σημασία. Οι λέξεις σου μίλησαν, φανέρωσαν τα μυστικά τους. Και εκείνη τη στιγμή ολόκληρο το σύμπαν άνοιξε για εσένα. Έγινες, οριστικά, αναγνώστης». Αυτή η μαγική στιγμή που περιγράφει ο Manguel (1996) αποτέλει και την πρώτη σπίθα για την ένασχόληση μου με την Παιδική Λογοτεχνία, ένα εγχείρημα πάντα επίκαιρο αλλά και πάντα δύσκολο. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πεδίο τόσο ευρύ και συνάμα τόσο γοητευτικό όπου «οι συγγραφείς, οι ακροατές και οι αναγνώστες- παιδιά μπορεί να ανήκουν (και συχνά ανήκουν) σε διαφορετικούς χωροχρόνους, που μερικές φορές τους χωρίζουν αιώνες και μεγάλες χωρικές αποστάσεις, οι οποίοι όμως, παρ’ όλα αυτά, εντάσσονται σε έναν πραγματικό, ενιαίο και ατελή ιστορικό κόσμο, αποκομμένο με ένα αυστηρό και κατηγορηματικό όριο από τον αναπαριστώμενο κόσμο του κειμένου». Αυτός, όμως ο μαγικός κειμενικός κόσμος ξετυλίγεται μπροστά μας και τότε είναι που «η τέχνη μεταμορφώνεται από νύφη σε πεταλούδα» και οι ήρωες των βιβλίων ξεπηδούν με ανθρώπινα αλλά και μη χαρακτηριστικά, συναισθήματα πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, σκέψεις και προβληματισμοί εγείρονται με «λογισμό και όνειρο». Και στο σημείο αυτό αναρωτιόμαστε αν όλα αυτά επικρατούν στη σημερινή πραγματικότητα. Έχει η λογοτεχνία για μικρούς και μεγάλους τη θέση που της αξίζει; Θα ήταν μήπως υπερβολή να μιλήσουμε για «θάνατο της Παιδικής Λογοτεχνίας»; Κάτι ανάλογο με την «εξαφάνιση της παιδικής ηλικίας» κατά τον Postman;

 Ας μην είμαστε τόσο αφοριστικοί και απαισιόδοξοι. Σίγουρα στην εποχή της υπερμεσικής τεχνολογίας, η Παιδική Λογοτεχνία απειλείται από τη διαρκώς επιταχυνόμενη επίδραση της εικονικής, εμψυχωμένης και ψηφιακής πληροφορίας. Σίγουρα όσοι διδάσκουν Παιδική Λογοτεχνία βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα παράδειγμα αλλαγής θέσης- κατά τον Kuhn- που θέτει υπό αμφισβήτηση παραδοσιακούς τρόπους εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσέγγισης. Σίγουρα απαιτείται εκσυγχρονισμός, διεύρυνση του λογοτεχνικού υπερκειμένου και μια εκπαίδευση που θα έχει σημεία αναφοράς τη «διάδραση» αναγνώστη- συγγραφέα- κειμένου, τη Δημιουργική γραφή και συγγραφή, τη φιλαναγνωστική καλλιέργεια ως εργαλεία για την αποτελεσματικότερη προσέγγιση της Παιδικής λογοτεχνίας.

Το βιβλίο αυτό αποσκοπεί στο να συνεισφέρει στην πολλαπλή και διευρυμένη προσέγγιση της Παιδικής λογοτεχνίας, στη διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης θεώρησης για τη εκπαιδευτική της αξιοποίηση μέσα από μελέτες, έρευνες και προτεινόμενες εναλλακτικές δράσεις. Η συμβολή του έγκειται τόσο στη θεωρητική πλαισίωση όλων των παραμέτρων που ορίζουν και προσδιορίζουν ένα τόσο σημαντικό γνωστικό αντικείμενο, όσο και στην ερευνητική του αποτύπωση με σημείο αναφοράς την πρόσληψή του από τους μικρούς μαθητές- αναγνώστες και τη στάση των Εκπαιδευτικών στο πλαίσιο διδασκαλίας του. Η συλλογιστική του επικεντρώνεται στο να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός για στοχασμούς, συλλογισμούς, επαναπροσδιορισμούς και ως κοιτίδα για υιοθέτηση πολλαπλών και ποικίλων μεθόδων και πρακτικών που να έχουν συστοιχία και αντιστοιχία με τη φύση και τη φυσιογνωμία, την πολλαπλότητα και την ιδιαιτερότητα της Παιδικής Λογοτεχνίας.

Ως εκ τούτου, στο πνεύμα αυτό στην πρώτη μελέτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Παιδική Λογοτεχνία: Παιδαγωγική διάσταση και εκπαιδευτική αξία» δίνουμε απαντήσεις στο τι είναι Λογοτεχνία και τι Παιδική Λογοτεχνία, αναδεικνύοντας την αξία τους υπό το πρίσμα των παιδαγωγικών και ψυχολογικών παραμέτρων. Πώς λειτουργεί η ανάγνωση παιδικών βιβλίων στην ψυχοσύνθεση ενός μικρού παιδιού; Είναι παιχνίδι με τους ήχους και τις λέξεις; Είναι ψυχαγωγία; Είναι ανάπλαση και διάπλαση της προσωπικότητάς του; Είναι πεδίο κοινωνικοποίησης; Είναι διομόρφωση της αισθητικής του καλλιέργειας; Μήπως είναι όλα αυτά μαζί και ακόμη περισσότερα; Και με ποια κριτήρια διαχωρίζεται η Λογοτεχνία για μεγάλους από τη Λογοτεχνία για μικρους;

Με το δεύτερο μελέτημα με τίτλο «Αναλυτικό Πρόγραμμα και Σχολικό Εγχειρίδιο: Τα «Ανθολόγια» Λογοτεχνικών Κειμένων» περνάμε στην εκπαιδευτική προαγματικότητα επιχειρώντας να παρουσιάσουμε τα θεσμικά κείμενα, τα δύο δηλαδή Προγράμματα Σπουδών του 2002 και του 2011 μέσα από μια οπτική σύγκρισης και αξιολόγησης ως προς την προσέγγιση και τη θέση της Παιδικής Λογοτεχνίας. Είναι διακριτή η παρουσία της σε σχέση με το Γλωσσικό μάθημα; Και πώς προτείνεται μεθοδολογικά να αντιμετωπίζεται; Σε συνδυασμό με τα Προγράμματα Σπουδών η αναφορά στη λειτουργία του σχολικού εγχειριδίου στη διδακτική πράξη με έμφαση στα «Ανθολόγια» Λογοτεχνικών κειμένων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κρίθηκε απαραίτητη. Το σημείο αναφοράς εστιάζεται στη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία τους σχετικά με την επιλογή των λογοτεχνικών κειμένων και την προώθηση της ανάγνωσης στις μικρές ηλικίες μέσω της δημιουργίας κινήτρων για ανάγνωση.

Η μελέτη που ακολουθεί με τίτλο «Αξίες και Πρότυπα στα βραβευμένα παιδικά βιβλία του Ελληνικού Τμήματος της Ι.Β.Β.Υ. της περιόδου 2015-2019: μια έρευνα» αφορά στα μη ανθολογημένα λογοτεχνικά κείμενα με θεσμικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο ως πεδίο παιδαγωγικής αξιοποίησης με κατεύθυνση την ανάπτυξη των αναγνωστικών δεξιοτήτων και του φιλαναγνωστικού κινήτρου των μικρών – αλλά και μεγάλων «παιδιών» διευρύνοντας το σκεπτικό μας περί της παιδαγωγικής, φιλαναγνωστικής και εκπαιδευτικής αξίας της Παιδικής Λογοτεχνίας. Πρόκειται για την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εκπόνησης της διπλωματικής εργασίας του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Δημιουργικής Γραφής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου από τη Μαραγκού Βασιλική, πτυχιούχο του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του University of Salford (Modern Languages & European Studies) και κάτοχο του μεταπτυχιακού διπλώματος της Δημιουργικής Γραφής από το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο υπό την επίβλεψη μου. Ποιες είναι, λοιπόν, οι κυρίαρχες αξίες και ποια τα πρότυπα που αναδύονται μέσα από τα βραβευμένα παιδικά βιβλία της περιόδου 2015-2019; Ανταποκρίνονται στις προκλήσεις, προκλήσεις και απαιτήσεις της σύγχρονης μεταβαλλόμενης κοινωνίας που ζούμε; Αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα; Αφουγκράζονται την προβληματική της μετουσιώνοντάς την σε ιστορίες που δίνουν απαντήσεις σε τυχόν ερωτήσεις κι ανησυχίες των σημερινών παιδιών;

Κίνητρο για την προβληματική που εκτίθεται στην τέταρτη μελέτη με τίτλο Αναζητώντας τη Φιλαναγνωσία στο Σχολείο υπήρξε η εξής συγκυρία: στην ερώτηση σε μια συζήτηση με εκπαιδευτικούς για το πώς αξιοποιούν τα παιδικά λογοτεχνήματα, είτε πρόκειται για ανθολογημένα είτε όχι η απάντηση ήταν «είναι και αυτός ένας εναλλακτικός τρόπος για άγνωστη ορθογραφία». Η τέχνη του λόγου για παιδιά άραγε θα μπορούσε να υπηρετήσει μια «άγνωστη ορθογραφία»; Ή μήπως αυτό είναι στην αντίπερα όχθη του φιλαναγνωστικού και αναγνωστικού της προσανατολισμού; Και τελικά πώς προσδιορίζονται αυτοί οι όροι; Μέσα στο μελέτημα αυτό δίνονται απαντήσεις για τη σχέση της ανάγνωσης και της φιλαναγνωσίας, προσδιορίζονται οι όροι και προτείνονται φιλαναγνωστικές δρασεις- δραστηριότητες στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Παράλληλα παρουσιάζεται η ερευνητική εφαρμογή των Λογοτεχνικών κύκλων στο πλαίσιο Φιλαναγνωστικού προγράμματος και τα συμπεράσματά της, καθώς οφείλουμε να καλλιεργούμε στους μαθητές- αναγνώστες το πάθος, το ενδιαφέρον, τον ζήλο και το κίνητρο για τη λογοτεχνική ανάγνωση έχοντας «το δικαίωμα να μη διαβάζουν, να πηδάνε σελίδες, να μην τελειώνουν ένα βιβλίο, να το ξαναδιαβάζουν, να διαβάζουν οτιδήποτε, να διαβάζουν οπουδήποτε, να διαβάζουν για οποιοδήποτε λόγο, να τσαλαβουτάνε, να διαβάζουν μεγαλόφωνα, να σιωπούν…» (Πενάκ, 1996: 14).

Ο Αμερικανός κριτικός Άλφρεντ Κάζιν έλεγε ότι «γράφουμε για να δημιουργήσουμε ένα σπίτι για τον εαυτό μας πάνω στο χαρτί, μέσα στον χρόνο, μέσα στον νου των άλλων ανθρώπων». Η πέμπτη μελέτη θέτει στο επίκεντρο μια ακόμη σημαντική παράμετρο στο πλαίσιο της παιδαγωγικής, εκπαιδευτικής και φιλαναγνωστικής προσέγγισης της Παιδικής λογοτεχνίας, αυτή της δημιουργικότητας και της Δημιουργικής γραφής. Έχοντας ως τίτλο Παιδική Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή: Γράφοντας.. Συγγράφοντας.. Μεταγράφοντας επιχειρήσαμε να προσδιορίσουμε τους όρους δημιουργικότητα και Δημιουργική γραφή, προτείνοντας τις ανάλογες τεχνικές και δράσεις προς ανάπτυξη και καλλιέργειά τους μέσα από την αξιοποίηση της Παιδικής Λογοτεχνίας.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στην έκτη και τελευταία μελέτη Η Παιδική Λογοτεχνία και η Στάση των Εκπαιδευτικών: μια έρευνα στηρίζεται στην εμπειρική έρευνα που επιχειρήθηκε από τη γράφουσα σχετικά με την προσέγγιση της λογοτεχνίας στην εκπαιδευτική πράξη, καθώς «η λογοτεχνία στο Δημοτικό Σχολείο μπορεί να παίξει έναν ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο ως σύνδεσμος ανάμεσα στα γνωστικά αντικείμενα και τις διάφορες κοινωνικές και συναισθηματικές εμπειρίες που έχουν τα παιδιά στον χώρο του σχολείου και έξω από αυτόν» (Αποστολίδου, 2004: 70). Έτσι η αναφορά στη Λογοτεχνία για Παιδιά στη σχολική τάξη πρέπει να ξεκινά από μια διαπίστωση: κάθε προσπάθεια ή πρόταση διδακτικής αξιοποίησης των λογοτεχνικών κειμένων επιβάλλει σήμερα μια διαφορετική θεώρηση. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην περίπτωση αυτή είναι καίριος, καθώς είναι αυτοί που θα «προκαλέσουν» μια ουσιαστική «επικοινωνία» για τη δημιουργία της άμεσης αναγνωστικής κοινότητας. Ποια είναι, όμως, η στάση τους προς την Παιδική Λογοτεχνία; Ποιες οι αντιλήψεις τους; Πώς διδάσκεται η λογοτεχνία σήμερα στο Δημοτικό Σχολείο; Πώς αξιοποιήθηκε η ώρα της Φιλαναγνωσίας; Σε ποιο βαθμό και με ποια συχνότητα διδάσκουν τα λογοτεχνικά κείμενα από τα «Ανθολόγια» Λογοτεχνικών Κειμένων στο Δημοτικό Σχολείο; Υπάρχει διαφοροποίηση με βάση την ηλικία των μαθητών; Πώς αντιμετωπίζεται η Λογοτεχνία σε σχέση με τη Γλώσσα από τους εκπαιδευτικούς; Ανεξάρτητα ή υπηρετεί η Παιδική Λογοτεχνία το Γλωσσικό μάθημα; Πώς αξιοποιείται η Δημιουργική γραφή και η παραγωγή λόγου; Η ανασκόπηση της σύγχρονης βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας όπως και η παρακολούθηση των πιο πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, αναδεικνύει ότι η διενέργεια της παρούσας έρευνας ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη: απουσία στοιχείων ευρείας κλίμακας για το μάθημα της Λογοτεχνίας και τον ρόλο της Παιδικής Λογοτεχνίας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, με έμφαση μάλιστα στις εκτιμήσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών για την ελκυστικότητα και την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας της στο σχολείο σε όλο αυτό το ευρύ φάσμα περιοχών με τις οποίες σχετίζεται.

 

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

 «Αληθινές, παλαιάς κοπής, μιας άλλης εποχής»,

ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ, εκδ. Παρέμβαση, 2021
 
γράφει η Κούλας Αδαλόγλου *

Με μια αφήγηση ζωντανή, που ρέει αβίαστα, η Τασούλα Γεωργιάδου
Tassoula Georgiadou-Angelopoulou
μας συστήνει τις «αληθινές της» και αφηγείται τις ιστορίες τους. Χωρίς αφηγηματικές ακροβασίες, η συγγραφέας κατορθώνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Που διαβάζει με ευχαρίστηση, όπως ακούγαμε τις ιστορίες που μας αφηγούνταν οι παλιότεροι.
Πρωταγωνίστριες γυναίκες ως επί το πλείστον, αληθινές στη συμπεριφορά και στη μοίρα τους. Άλλοτε περίκλειστες σε ταμπού και προκαταλήψεις της εποχής τους κι άλλοτε τολμώντας τις ανατροπές. Με τον έρωτα και τη διεκδίκησή του να παίζουν βασικό ρόλο μέσα στην οικογένεια αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις.
Το σημαντικό είναι ότι οι αφηγήσεις νιώθουμε να μας αφορούν. Αγγίζουν βιώματα και μνήμες του αναγνώστη. Τον βάζουν σε ένα κλίμα μια άλλης εποχής, πιο κοντινής ή μακρινότερης.
Με θέλγει ιδιαίτερα η επιλογή λεπτομερειών από τη συγγραφέα που τις εντάσσει στις αφηγήσεις. Λεπτομέρειες που αναφέρονται σε ενδύματα, σε αρώματα, συγκεκριμένης ποιοτικής προέλευσης, και γενικά σε στοιχεία που αποδίδουν την εικόνα της εποχής.
Ένα απόσπασμα από μια "αληθινή":
Στο πάρτι τον είδε πρώτη φορά. Πολύ πιο ευειδής στα μάτια της από κοντά. Της τον σύστησε η Έβελιν. «Από δω ο Λουίτζι, ντίαρ Ντόρις». Ούτε που άκουσε την Έβελιν που είπε, «ο άνθρωπός μου». Έδωσε το χέρι της και ψέλισε ένα «νάις του μιτ γιου». Ή μήπως όχι, μήπως ένωσε τα χείλη του στα δικά της; Όλοι οι άλλοι χάθηκαν απ’ το πεδίο της κι ούτε άκουγε πια τους άλλους. Ο τρίτος της φωτογραφίας, ο άντρας που τη φιλούσε όταν την πλησίαζε ο άντρας της! Ένιωσε ν’ ανάβει το μούτρο της, μια έξαψη την έβαψε κόκκινη. «Είσαι καλά, Ντόρις», ρώτησε ανήσυχος ο Τομ, που έτρεμε μην του πάθει τίποτα η μάνα του παιδιού του. «Θα είναι της εγκυμοσύνης», του ψιθύρισε η Μάγκυ και της πρόσφεραν ένα νερό.
(«Η Αμερικάνα», σ. 115)


* Η Κυριακή (Κούλα) Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων "Έκφραση /Έκθεση", που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Επίσης, μέλος της ομάδας φιλολόγων "Δημιουργική έκφραση" που εκπόνησε το ψηφιακό έργο "Πολύτροπη γλώσσα", για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής γλώσσας. Η μελέτη της "Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της", εκδ. Κέδρος 2007, εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία, μέσα από ποικίλα και διαφορετικά είδηκειμένων. Αφηγήματα και κριτικά σημειώματά της για σύγχρονους λογοτέχνες έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά. Εξέδωσε οχτώ ποιητικές συλλογές, τελευταία η "Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα", εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019


Για την Παναγία μας

Eugène Atget, Nôtre Dame, 1922

Δεν της άρεσε της Έλλης η επίσκεψη στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Πήγαν με τη δασκάλα τους, ήταν και μια άλλη κυρία που τους μιλούσε συνεχώς για τους πίνακες. Μετακινούνταν και κάθονταν όλη η τάξη γύρω από κάθε πίνακα και η κυρία τούς εξηγούσε για τον ζωγράφο και τι θέλει να πει, αλλά δεν καταλάβαινε καθόλου τι θέλει να πει ο ζωγράφος και βάφει όλο πανί μπλε! Η κυρία τούς έλεγε ότι ο ζωγράφος δεν ζωγραφίζει όπως βλέπει με τα μάτια, αλλά όπως σκέφτεται. Και η δασκάλα απαγόρευε να μιλούν, ούτε να ρωτούν δεν ήθελε(ενώ στην τάξη τους το ζητάει)  για να μη γίνει λέει φασαρία. Μερικοί πίνακες ήταν λίγο αστείοι, άλλους τους φοβόσουν, αλλά βαρέθηκε πολύ.

Όμως η επόμενη επίσκεψη, στις εννιά Μαΐου, θα ήταν στη Notre Dame. Έκαναν ένα μάθημα στην ιστορία  για τη Notre Dame! Έμαθαν κι ένα σωρό πράγματα για τον Μεσαίωνα. Τους είπε η δασκάλα και για το βιβλίο του Ουγκώ, για τον Κουασιμόδο και την Εσμεράλδα, πολύ θα ήθελε να πάει να τη δει. Πήγαν κι όλοι μαζί με τη γκρανμέρ και τον γκρανπέρ το φθινόπωρο, αλλά μόνο τα φρικτά πλάσματα που φτύνουν το νερό στις υδρορροές θυμάται…
Λίγο πριν τις διακοπές της Άνοιξης στο σχολείο  ζωγράφισαν κιόλας τη Notre Dame! Έβλεπε τη καταστόλιστη εκκλησία στη φωτογραφία που αντέγραφε και τρόμαξε το μάτι της.Αποφάσισε να τη ζωγραφίσει με το μυαλό της, όπως τη σκέφτεται κι αυτή, σαν τους ζωγράφους στο μουσείο. Έφτιαξε το σχήμα, κόλλησε χρωματιστές μεμβράνες για τα βιτρώ, «μπράβο» της είπαν όλοι «μια χαρά». Το χάρισε στην Ελληνίδα γιαγιά που ήρθε για επίσκεψη, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να το βάλει στον τοίχο της, δεν αφήνει η μαμά αφίσες.
Και τη Δευτέρα το βραδάκι, μόλις είχαν τελειώσει το διάβασμα κι ετοιμάζονταν για μπάνιο, πήρε τηλέφωνο η μαμά στη γιαγιά. Η γιαγιά κιτρίνισε, «τρομοκράτες;» ρώτησε.  Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε και τους είπε «καίγεται η Notre Dame!».
Αααααααα! Δηλαδή;
Ούτε οι μεγάλοι μιλούσαν, κοιτούσαν κάθε λίγο στο I-pad με ξεφυσήματα.
Κάηκε η εκκλησία; Η όμορφη και σπουδαία; Και πάει και η εκδρομή; Και πότε τώρα θα δει τα αγάλματα και τα βιτρώ και τα τέρατα;
Την έπιασαν τα κλάματα.
Την άλλη μέρα στο σχολείο τούς είπε η δασκάλα ότι θα συγκεντρωθούν χρήματα για να ξαναφτιάξουν  την εκκλησία, δεν κάηκε ολόκληρη, ευτυχώς, κάποτε θα τη δούνε πάλι όμορφη και σπουδαία.
Και η Έλλη δήλωσε ότι για να ξαναγίνει η εκκλησία και αυτή προσφέρει τα χρήματα που θα της έδωσαν  οι γονείς της για τον Απρίλιο. Πέντε ευρώ!

για λογαριασμό της Έλλης γράφει η μάμμη της, ΖΩΗ ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΓΥΡΙΖΕ ΓΛΥΚΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ της Κούλας Αδαλόγλου


Ζέστη. Πολλή ζέστη. Τη βλέπεις, ένα διάφανο χαμηλό σύννεφο. Καθόμαστε και οι τρεις μέσα στο σπίτι, η γιαγιά, η μαμά κι εγώ. Οι δυο τους με τις κομπιναιζόν, εγώ με φανελάκι και βρακί, μικρή, του δημοτικού. Έτσι, να περάσει η δύσκολη ώρα του μεσημεριού, μέχρι να φυσήξει το πρώτο αεράκι, με τον ερχομό του απογεύματος. Ο πατέρας λείπει, είναι μάλλον στο θείο, μαζεύουν ροδάκινα, έτσι άκουσα, στο κτήμα. Δύσκολο πράγμα να μαζεύεις ροδάκινα, είπε η μητέρα, και μάλιστα μ’ αυτή τη ζέστη, κολλάει όλο το χνούδι πάνω σου, και ανατρίχιασε, και ελπίζω τώρα να είναι σε καμιά σκιά. Νωρίς το απόγευμα ακούστηκε η φωνή του παγωτατζή και χαρήκαμε όλες και πιο πολύ εγώ. Παγωτό χωνάκι, καλό παγωτό. Ο δρόμος χωματόδρομος, τα πόδια του όλο σκόνη, αλλά η φωνή του δυνατή και δροσερή, μέσα στην κάψα, ο πιο αγαπημένος περαστικός. Σε λίγο τα τρία χωνάκια στα χέρια μας, από δυο μπάλες, εγώ φράουλα και σοκολάτα, η γιαγιά και η μαμά βανίλια και σοκολάτα, καλά θυμάμαι. 

Το αεράκι φύσηξε και έδωσε λες το σύνθημα ν’ ανοίξουν πόρτες και παράθυρα. Οι γριές και οι μικρότερες βγήκαν έξω με τις καρέκλες τους, για δροσιά και κουβέντα, αφού πρώτα ράντισε η καθεμιά το χώμα μπροστά στο σπίτι της, να κατακαθίσει η σκόνη. Έτσι γινόταν κάθε βράδυ. Η κυρα Κατίνα είχε πεζούλι δίπλα από την είσοδο του γαλακτοπωλείου τους. 

Αυτή έστρωνε την κουρελού και βολευόταν, μαζί με μερικές άλλες που προτιμούσαν την κοντινή παρέα, έγερναν τα κεφάλια τους και κουτσομπόλευαν χαμηλόφωνα. Εμείς τα μικρά φασαρίζαμε τρέχοντας εκεί γύρω και όταν μας έβαζαν τις φωνές καθόμασταν σε καρεκλάκια και σκαμνάκια και στήναμε αυτί σε όσα έλεγαν. Όπως για την Αννούλα, αυτήν έπιασαν να κουβεντιάζουν απόψε, που γυρνούσε όταν είχε πέσει για καλά το βράδυ, με τσαντούλα στον καρπό και τακουνάκι, από το πεζοδρόμιο να μη λερωθεί και μην κοιτάτε που ήρθε μόνη, πιο κάτω την αφήνει ο λεγάμενος και, ναι, τον είδαμε και μείς το φαντάρο, έφευγε προς τα κάτω την ώρα που παίζαμε κρυφτό, είπε η μαρτυριάρα από μας, κι εγώ της τράβηξα μια τσιμπιά, γιατί μου άρεζε η Αννούλα, ήταν όμορφη, μύριζε ωραία και είχε μακριά μαλλιά, τέτοια ήθελα να έχω κι εγώ όταν μεγάλωνα. 

Το άλλο πρωί έπιασε μια βροχή μπουρίνι, λιγόστεψε η ζέστη, έβαλε η μαμά να σιδερώσει, με την κομπιναιζόν πάλι, κι η γιαγιά ετοίμαζε φρούτα για μαρμελάδα, αλλά αυτή όχι με την κομπιναιζόν, με φουστάνι και με ποδιά, για να μη λερωθεί, και ζεστάθηκε κι είχε αναψοκοκκινίσει. Ο μπαμπάς πάλι έλειπε, δεν πήγε όμως στο κτήμα, πήγε με μια παρέα να μιλήσουν για κάτι που το έλεγαν απεργία και εγώ δεν έπρεπε να πω τίποτα σε κανέναν, πάλι για ροδάκινα να έλεγα. Γύρισε μετά το μεσημέρι και χαμογελούσε, είναι χαρούμενος ο μπαμπάς είπα στη μαμά, χαρούμενος ή απελπισμένος, έτσι μου απάντησε και δεν το κατάλαβα, αλλά το θυμάμαι επειδή μου έκανε εντύπωση.

Το βράδυ έπεσε μαλακό και πήγαμε όλοι μαζί στο εξοχικόν οικογενειακόν κέντρον «Ο Παράδεισος». Πήραμε λεμονάδες και πάστες αμυγδάλου. Είχε και ορχήστρα. Έπαιξε ένα βαλς, ο πατέρας με πήρε να χορέψουμε. Δε μου άρεσε που όλο χόρευε με τη μαμά. Με πήρε και έσκυβε για να τον φτάνω. Ψηλός ο μπαμπάς, και η μαμά με ένα φόρεμα γαλάζιο σαν τα μάτια της, χαμογελούσε η γιαγιά, ενθουσιασμένη που χόρευα, γυρίζαμε, γύριζα, γύριζα στις στροφές του βαλς, γύριζε γλυκά ο κόσμος, ο κόσμος που μπορεί να είναι τόσο όμορφος, αν η ζωή σταματούσε σε εκείνη τη στιγμή… 


από τη συλλογή«Βγήκε ένας ήλιος χλωμός», 
Εισαγωγικό, εκδ. Ταξιδευτής, 2012

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Ο άοκνος εργάτης στην Προστασία Μνημείων, καθηγητής Μανόλης Κορρές

Τυχεροί όσοι υπήρξαν μαθητές του. Ο άριστος Δάσκαλος, αυτός που εμπνέει. 
Μια σύντομη αναδρομή με εικόνες από την ζωή και το έργο του Μανόλη Κορρέ που πραγματοποίησε ο Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, με αφορμή την παρουσίαση του Τιμητικού Τόμου στο Μουσείο της Ακρόπολης, την Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016. 

"Κεντώντας" στην Ακρόπολη





Μουσική: Jean Michel Jarre, "En attendant Cousteau"

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

διαβάζουμε Αρχοντούλα Διαβάτη


«…γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας»



Με την κάρτα του ενδοδοντικού διέσχισε την Τσιμισκή και άρχισε να κοιτάει τους αριθμούς απέναντι στην Αγίας Σοφίας. Εδώ ήταν, στο ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑ. Χρόνια περνούσε απέξω και δεν έτυχε να διαβάσει το όνομα, ψηλά στην είσοδο.

     
Στα Διονύσια, μια μπαρόκ είσοδο θυμάται, είχαν έρθει μαθήτριες με τη Λουκία να δουν τη ΒΙΡΙΔΙΑΝΑ του Μπουνιουέλ – δούλευε ταξιθέτης ο Πάνος εδώ. Απ’ όλη την ταινία θυμόταν μόνο τη σκηνή με το γλέντι στο μακρινάρι τραπέζι –Μυστικό Δείπνο που η ξεδοντιάρα ζητιάνα μέσα σε γέλια και ξεφαντώματα είχε σηκώσει το φουστάνι της να βγάλει φωτογραφία την ομήγυρη-το ασανσέρ σταμάτησε στον πέμπτο. Χτύπησε και μπήκε στο δροσερό προθάλαμο -πίνακες στους τοίχους- ο γιατρός δεν είχε έρθει ακόμα, θα έμενε να τον περιμένει μια ωρίτσα ή θα έκαμνε καμιά βόλτα.

      Βόλτα, σίγουρα. Βγήκε πάλι μέσα στον αστραφτερό καύσωνα -τα πεζοδρόμια πάνω κάτω αχνίζοντας γεμάτα γυναίκες και κορίτσια που είχαν δώσει ραντεβού στον εαυτό τους, να χαζέψουν τις εκπτώσεις. Πέρασε την Τσιμισκή κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, γνέφοντας «όχι» σε προνομιακές προτάσεις για αδυνάτισμα, σπα ή διακοπές, τσαλακώνοντας αδιάβαστα τα φυλλάδια που μοίραζαν φιλότιμα νεαρά κορίτσια -γωνία Καρόλου Ντίλ.
    Στην Αριστοτέλους μπήκε στο βιβλιοπωλείο και ζήτησε τη ΜΑΙΤΕΝΑ -΄Απαιχτες νούμερο 2. Κάθισε στο βάθος στο τραπεζάκι και άρχισε να μελετάει χαμογελώντας τα σκίτσα της ανατροπής που είχε γεννήσει το πενάκι της δαιμόνιας Αργεντινής σκιτσογράφου. Ώστε έτσι ήταν και οι άλλες γυναίκες. Γι’ αυτό λένε πως ήμαστε ξεχωριστή φυλή, αδύνατη η συνεννόηση με το άλλο φύλο. Όταν γύρισε σπίτι μετά τον οδοντίατρο, περασμένες δύο, έφαγε πρόχειρα και κάθισε μπρος στο κομπιούτερ. Τι να διαβάσει κανείς το καλοκαίρι. Τα βιβλία ίσως που μάζεψε ολόκληρη τη χρονιά μετά από κριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, το θερινό τεύχος των περιοδικών ή κλασική λογοτεχνία σαν καλό παιδί. Όμως όχι. Ήθελε την ελευθερία της. Να διαβάσει καναδυό καινούργιους τίτλους που ανακάλυψε μόνη της- τη νέα έκδοση του Μπαρτ, ημερολόγιο πένθους για παράδειγμα, ή απλά να βάλει σε τάξη τη βιβλιοθήκη της- πάει κι αγοράζει βιβλία που έχει ήδη και τά’ χει για χαμένα - ΣΙΛΒΕΡ ΑΛΕΡΤ - ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ - ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΩΡΑ - στην πιο καίρια στιγμή της τηλεοπτικής ευωχίας, μέρα ή νύχτα με τις αστυνομικές σειρές από κανάλι σε κανάλι-ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ - ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΖΩΗΣ Η ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ - Βλέπεις Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όταν εσύ περί άλλα τυρβάζεις.
Ο νέος Μπαρτ και ο παλιός Μπαρτ-ασύγκριτα ενδιαφέρων στα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ που της είχε χαρίσει παλιά η Νίκη. Σηκώνεται να ψάξει στη βιβλιοθήκη το παλιό αγαπημένο βιβλίο. Αδύνατον να το βρει, να δει τις παλιές της υπογραμμίσεις, το αστέρι που βάζει όταν αναγνωρίζει σε κάποιες αράδες κάτι που έχει ανακαλύψει και η ίδια. Δεν το βρίσκει. Βρίσκει άλλα βιβλία -της έρχεται να τα χαιρετήσει σαν παλιούς γνωστούς- χρόνια είχε να τα ξεφυλλίσει. Την περίμεναν εκεί αναπνέοντας με υπομονή μερικές φορές με τον τίτλο ανάποδα βαλμένο, σε λάθος ράφι: έλληνες με έλληνες, ποίηση με ποίηση περιοδικά με περιοδικά -ξένη πεζογραφία- ελληνική πεζογραφία- σε ξεχωριστό ράφι τα πολύ καινούργια αδιάβαστα βιβλία, αυτή ήταν η στοιχειώδης κατάταξη στη βιβλιοθήκη της.
Θυμάται κανένα απόσπασμα ερωτικού λόγου; Ερωτευόμαστε σχεδόν καθ’ υπόδειξιν. Κάποιος-σε ανύποπτο χρόνο- σου μιλάει ενθουσιασμένος για κάποιον άλλο. Κι εσύ «αγοράζεις» και την κατάλληλη στιγμή, σαν έτοιμος από καιρό, αυτόν, τον περί ού ο λόγος πας κι ερωτεύεσαι.

ΦΕΥΓΩ ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ,
από εκδόσεις Νησίδες 2014

Ο συνταγματάρχης στην αιώρα

   Χρειάζεστε μετρητά τώρα; Αγοράζουμε χρυσά και ασημένια κοσμήματα στις καλύτερες τιμές της αγοράς. Τα αρπαχτικά είχαν απλώσει τα χέρια τους και χαμογελούσαν προς το μέρος του. Σας επισκεπτόμαστε στο χώρο σας. Μετρητά γρήγορα, εύκολα και με απόλυτη εχεμύθεια. Cash now. Cash now. Cash now. 

  Ενεχυροδανειστήριο και στη γειτονιά τους, δυο μάλιστα. Διαφημίζονταν με όμορφα στιλπνά τρικάκια – μια κοπέλα με χαμογελαστά μάτια και μια δεσμίδα χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ στα χέρια να ανοίγουν σε μια πολλά υποσχόμενη βεντάλια. Όνειρο ήταν ή εφιάλτης; Θυμήθηκε το έγκλημα του Ρασκόλνικοφ και το κοινωνικό έργο του. Ναι, εφιάλτης ήταν.

     Είχε μαζέψει σ’ ένα μαντίλι τους σταυρούς των παιδιών και τρία χρυσά δόντια της μάνας του, τα δαχτυλίδια του αρραβώνα τους και την αλυσίδα που της είχε χαρίσει μαζί και εκείνη την αρχαία Ζorki. Πουλούσε μαζί και το παλιό του πάθος για τη φωτογραφία, μαζί και την μαυρόασπρη εποποιία της νεότητάς του. Την προηγούμενη Δευτέρα τέτοιες πόρτες πάλι δεν είχε βγει να χτυπήσει αλλά μηδέν εις το πηλίκον. Πάρκαρε το μηχανάκι δίπλα στην Οσία Ξένη και έσπρωξε την τζαμόπορτα απέναντι. Στο ισόγειο ήτανε.
   Δεν υπήρχε ρευστότητα. Δεν υπήρχε τίποτε. Η σύνταξη που θα αργούσε ακόμα και οι λογαριασμοί που τρέχανε, η Μαρία τους άνεργη και ο Γιωργάκης, ο μόνος εργαζόμενος στην οικογένεια και δεν τους προλάβαινε. Άνοιγε καθημερινά το καθαριστήριο και έβγαζε μόνος του δουλεύοντας του σκοτωμού το οχτάωρο. Το διδακτορικό του μπορούσε προσωρινά να περιμένει.
     Καλημέρισε, ρώτησε, έδωσε, πήρε, βγήκε. Ήξερε, θα κερδοσκοπούσαν εις βάρος του. Το επιτόκιο του φάνηκε δυσανάλογα μεγάλο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Είχε ανάγκη τα λεφτά, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Πέρασε απέναντι το δρόμο και μπήκε στο Μαρινόπουλο.
    Η Μαρία, όταν γύρισε το κλειδί στην πόρτα άφησε το βιβλίο που διάβαζε στον καναπέ και σηκώθηκε να βάλει τραπέζι. Μέχρι να κόψει τη σαλάτα και να σερβίρει τη μακαρονάδα, μπήκε κι ο Γιωργάκης και σε απαρτία η οικογένεια κάθισαν να φάνε.
    Μετά η Μαρία πήγε στο κομπιούτερ και οι άντρες άναψαν τσιγάρο. Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Η μητέρα κάθισε στον καναπέ κι άρχισε να φυλλομετράει το βιβλίο.
   Μια ιστορία για την υπόκωφη βία της αδικίας. Η μητέρα διάβασε τη σελίδα που ήταν βαλμένη ως σελιδοδείκτης στη μέση του βιβλίου. Η Μαρία είχε κρατήσει σημειώσεις.
  Μια πόλη παρακμιακή, ο ηλικιωμένος συνταγματάρχης και η άρρωστη γυναίκα του, ορφανεμένοι από τον θάνατο του γιου τους, με έναν κόκορα που είναι ό,τι τους άφησε η πώληση μιας ραπτομηχανής, ζουν τη χαμοζωή τους, εξαθλιωμένοι, σχεδόν οριακά συγκεντρώνοντας χρήματα για το φαί και τα φάρμακα της ημέρας. Πάντως κάθε Παρασκευή ο συνταγματάρχης πηγαίνει στο λιμάνι περιμένοντας το ταχυδρομείο . Ένα γράμμα , ένα «ευχαριστώ» από την πατρίδα για την προσφορά του, μια σύνταξη που δεν έρχεται κι όλο μεταθέτει δονκιχωτικά παραπέρα την ελπίδα, τη ζωή τους την ίδια Ο διάλογος με τη γυναίκα του είναι ακριβώς ο διάλογος του ιδαλγού με τον Σάντσο Πάντσα. «Τι μπορούμε να κάνουμε αν δεν μπορέσουμε να πουλήσουμε τίποτα» επανέλαβε η γυναίκα « Έχουμε ακόμα σαράντα πέντε μέρες για ν’ αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε αυτό», είπε ο συνταγματάρχης. «Και στο μεταξύ, τι θα τρώμε;».Ρώτησε κι άρπαξε το συνταγματάρχη από το γιακά της φανέλας. Τον τράνταξε με δύναμη «Πες μου τι θα τρώμε». Κι εκείνος αγνός, σαφής, ανίκητος, «ΣΚΑΤΑ», απάντησε. Όπως ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ κι ο ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ οι δυο κλόουν από το παράλογο θέατρο του Σάμουελ Μπέκετ –περιμένοντας τον ΓΚΟΝΤΟ– έτσι κι ο συνταγματάρχης ένα σύμβολο πια, μεταθέτει διαρκώς το θάνατο και κάτω από το υπνοβατικό φως και την αγωνία της κάθε μέρας μάχεται μέχρις εσχάτων. Τελειώνει η μια μέρα κι αρχίζει η άλλη. Απελπισία και διάψευση αλλά μέχρι τον τελευταίο σπασμό σαρκάζει μαχόμενος.
   Η μητέρα νύσταξε. Έβαλε το χαρτί στη θέση του και τράβηξε για το κρεβάτι της χαμογελώντας.

                                                                                                      γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη