Με τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους μου μοιράζομαι σκέψεις ποιητικά αποτυπωμένες
Ἐπινοοῦν κερκόπορτες οἱ πόθοι,
τήν ψυχή τραβοῡν ἀπ' τό μανίκι
σέ πορεία μετέωρη.
Κι ὅταν στά μάτια ἴσια τούς κοιτάξεις,
τό γράφημα τῆς τόλμης ἐκτυπώνουν
ἤ τῆς παραίτησης τόν μυστικό σεισμό.
(Από την ανέκδοτη συλλογή Εγκώμιον)
τήν ψυχή τραβοῡν ἀπ' τό μανίκι
σέ πορεία μετέωρη.
Κι ὅταν στά μάτια ἴσια τούς κοιτάξεις,
τό γράφημα τῆς τόλμης ἐκτυπώνουν
ἤ τῆς παραίτησης τόν μυστικό σεισμό.
(Από την ανέκδοτη συλλογή Εγκώμιον)
Ἀνακλάσεως, διαθλάσεως,
ἐκλείψεως,
πεφτάστερων,
λυκαυγοῦς καί λυκόφωτος
σκηνοθέτη εὐφάνταστε!
(Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή ΦΩΣ)

ἐκλείψεως,
πεφτάστερων,
λυκαυγοῦς καί λυκόφωτος
σκηνοθέτη εὐφάνταστε!
(Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή ΦΩΣ)
Ἀνάσταση
Ἀνέστη,
συνένοικοι
τοῡ σύγχρονου σκότους
γιά νά ἐνδυθοῦμε
Φῶς!
Ἀνέστη,
συνοδοιπόροι
τῆς νέας θλίψης
γιά νά ἐμπλησθοῦμε
Χαρᾶς!
Ἀνέστη,
φίλτατοι,
γιά νά ἀποικήσουμε
ἀλλη μιά φορά
τίς σκῆτες
τῆς Ἄνοιξης.
συνένοικοι
τοῡ σύγχρονου σκότους
γιά νά ἐνδυθοῦμε
Φῶς!
Ἀνέστη,
συνοδοιπόροι
τῆς νέας θλίψης
γιά νά ἐμπλησθοῦμε
Χαρᾶς!
Ἀνέστη,
φίλτατοι,
γιά νά ἀποικήσουμε
ἀλλη μιά φορά
τίς σκῆτες
τῆς Ἄνοιξης.
Μέρος της υπό επεξεργασία και σύνθεση ποιητικής συλλογής "ΛΟΓΟΥ ΣΗΜΕΙΑ" για τα σημεία στίξης
Τό ἀπόλυτο
πού ἄλλως ἐννοήσαμε,
τό ἀκέραιο
πού ἔμεινε κενό,
τό πλῆρες
πού δέν θηρεύτηκε
ποτέ,
ὅλοι ἀπό κοινοῦ
σφραγίσαμε
μέ μιά πλήρη τελεία.
τό ἀκέραιο
πού ἔμεινε κενό,
τό πλῆρες
πού δέν θηρεύτηκε
ποτέ,
ὅλοι ἀπό κοινοῦ
σφραγίσαμε
μέ μιά πλήρη τελεία.
Κρύβει ἕνα θάρρος
πάντα ἡ διακοπή,
γιατί τολμᾶ
νά παίξει μέ τά ἀσύνδετα,
νά παραθέσει εὐκαιρίες,
νά συνοδεύσει τόν καημό
τοῦ ἐπιρρήματος
πού πίκρα βεβαιώνει
ἤ καί νά στήσει
ἕνα Ὄχι ἄκαμπτο
στήν ἀρχή μιᾶς σύμβασης,
μέ μόνο συνοδό τό κόμμα.
πάντα ἡ διακοπή,
γιατί τολμᾶ
νά παίξει μέ τά ἀσύνδετα,
νά παραθέσει εὐκαιρίες,
νά συνοδεύσει τόν καημό
τοῦ ἐπιρρήματος
πού πίκρα βεβαιώνει
ἤ καί νά στήσει
ἕνα Ὄχι ἄκαμπτο
στήν ἀρχή μιᾶς σύμβασης,
μέ μόνο συνοδό τό κόμμα.
Πόσο ἀντέχεις
τήν ἀπαρίθμηση
ψόγων ἤ καί ἐπαίνων
-μικρή σημασία ἔχει
πάντα ἡ ἀφορμή.
Πόσο ἀντέχεις
τήν ἑρμηνεία τους,
ἤ ὅλα τά ἐπακόλουθα
πού συνωστίζονται
πίσω ἀπό
διπλῆ τελεία;
Mέ θλίβει ἡ ἀτολμία
πού ἀρνεῖται
παύση μικρή
ἤ τό γενναῖο τέλος
καί μένει
ἐγκλωβισμένη
μετέωρα
στό σῶμα
ἄνω τελείας.

Μές τήν ἠχώ
φόβων, παθῶν
καί τά ψελλίσματα
ἐλπίδων
Μές τήν ἐντύπωση
χαρᾶς
καί τό μουρμουρητό
χρονίως πάσχοντα
θυμοῦ
Μές τήν κλαγγή
συγκρούσεων,
τόν θόρυβο
τοῦ ἐκκρεμοῦς
ἀνάμεσα στά
εὖγε καί στά φεῦ
Στέκει ἀγέρωχο
ἕνα θαυμαστικό
τήν ψυχή ἀθόρυβα
νά ὑπομνηματίζει.

τήν ἀπαρίθμηση
ψόγων ἤ καί ἐπαίνων
-μικρή σημασία ἔχει
πάντα ἡ ἀφορμή.
Πόσο ἀντέχεις
τήν ἑρμηνεία τους,
ἤ ὅλα τά ἐπακόλουθα
πού συνωστίζονται
πίσω ἀπό
διπλῆ τελεία;
Mέ θλίβει ἡ ἀτολμία
πού ἀρνεῖται
παύση μικρή
ἤ τό γενναῖο τέλος
καί μένει
ἐγκλωβισμένη
μετέωρα
στό σῶμα
ἄνω τελείας.
Μές τήν ἠχώ
φόβων, παθῶν
καί τά ψελλίσματα
ἐλπίδων
Μές τήν ἐντύπωση
χαρᾶς
καί τό μουρμουρητό
χρονίως πάσχοντα
θυμοῦ
Μές τήν κλαγγή
συγκρούσεων,
τόν θόρυβο
τοῦ ἐκκρεμοῦς
ἀνάμεσα στά
εὖγε καί στά φεῦ
Στέκει ἀγέρωχο
ἕνα θαυμαστικό
τήν ψυχή ἀθόρυβα
νά ὑπομνηματίζει.
Σιωπᾶ ἡ ψυχή,
ὅταν στοχάζεται.
Δέν ἔχει τόν καιρό
νά πλέξει λόγο.
Θαυμάζει τοῦ τυχαίου
τήν εὐελιξία.
Τρομάζει μέ τή
στιβαρότητα τοῦ βέβαιου
καί τῆς ἀλήθειας
τήν εἰκόνα περιφέρει,
ψάχνοντας εἰκονοστάσι
ἀπρόσβλητο
ἀπό τίς εἰκασίες.
Κι ὅταν πιστέψει
ὅτι κατέληξε
κι ἀρχίζει νά τακτοποιεί
τόν στοχασμό
μέ λέξεις,
πάλι δεν ξέρει
τό σωστό πῶς λέγεται,
τό λάθος ποῦ ξενοδοχεῖται.
Τότε συντρέχουν
τά ἀποσιωπητικά
πρόθυμα μές τή φαντασία
για νά στεγάσουν
τ’ ἀφανέρωτα.
Παρόντες νόμοι
καί κανόνες ὁρισμένοι
στῶν αἰώνων τή διαδοχή.
Ἡ ἐξουσία τους ἀναπνοή μου.
Διαφεύγω μέ ἕνα μῦθο
πλεγμένο μέ τῶν κάβων τή μουσική
καί τή μελωδία τοῦ ἀέρα,
στεγασμένο μέ τῆς γλώσσας ὑλικά.
Προσδοκῶ νά μέ σκεπάσει.
Μάταιο.
Ὁ μῦθος γίνεται καημός,
φόβος, ἀδέκαστη ἀλήθεια.
Τότε καλῶ τό ἐρωτηματικό
νά δώσει ἔκταση στήν ἀπορία,
νά ἐπιτρέψει τή συνεύρεση
στήν ἀναζήτηση μέ τά ἀμείλικτα
Χρύσα Αλεξοπούλου
ὅταν στοχάζεται.
Δέν ἔχει τόν καιρό
νά πλέξει λόγο.
Θαυμάζει τοῦ τυχαίου
τήν εὐελιξία.
Τρομάζει μέ τή
στιβαρότητα τοῦ βέβαιου
καί τῆς ἀλήθειας
τήν εἰκόνα περιφέρει,
ψάχνοντας εἰκονοστάσι
ἀπρόσβλητο
ἀπό τίς εἰκασίες.
Κι ὅταν πιστέψει
ὅτι κατέληξε
κι ἀρχίζει νά τακτοποιεί
τόν στοχασμό
μέ λέξεις,
πάλι δεν ξέρει
τό σωστό πῶς λέγεται,
τό λάθος ποῦ ξενοδοχεῖται.
Τότε συντρέχουν
τά ἀποσιωπητικά
πρόθυμα μές τή φαντασία
για νά στεγάσουν
τ’ ἀφανέρωτα.
Παρόντες νόμοι
καί κανόνες ὁρισμένοι
στῶν αἰώνων τή διαδοχή.
Ἡ ἐξουσία τους ἀναπνοή μου.
Διαφεύγω μέ ἕνα μῦθο
πλεγμένο μέ τῶν κάβων τή μουσική
καί τή μελωδία τοῦ ἀέρα,
στεγασμένο μέ τῆς γλώσσας ὑλικά.
Προσδοκῶ νά μέ σκεπάσει.
Μάταιο.
Ὁ μῦθος γίνεται καημός,
φόβος, ἀδέκαστη ἀλήθεια.
Τότε καλῶ τό ἐρωτηματικό
νά δώσει ἔκταση στήν ἀπορία,
νά ἐπιτρέψει τή συνεύρεση
στήν ἀναζήτηση μέ τά ἀμείλικτα

Μπράβο Χρυσα
ΑπάντησηΔιαγραφή