Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

8 Μαρτίου - Παγκόσμια ημέρα της ΓΥΝΑΙΚΑΣ


Τραγούδι για μια γυναίκα (σε τέσσερις εκδοχές)

Εκδοχή πρώτη: Τασία


Η μοναξιά πλακώνει με τη νύχτα.
Η νύχτα είναι καλή να μαζεύονται όλοι στο σπίτι
Να πέφτεις τελευταία, με ένα αίσθημα γαλήνης
Κι ύστερα να σηκώνεσαι κάποια στιγμή,
στις μύτες περπατώντας,
να αφουγκράζεσαι ανάσες ήσυχες, ένα ελαφρύ ροχαλητό.
Η νύχτα τότε είναι καλή.

Τώρα ρημάζει το διπλό μου στρώμα. 
Μετρώ αυτούς που λείπουν,
μετρώ τα άδεια σπίτια του χωριού, 
μετρώ σταυρούς στο κοιμητήριο.
Ποιος ξαγρυπνάει απόψε; τι τον βασανίζει;
ποιος ξενυχτάει, ποιος κινδυνεύει;
ποιος θέλει κάποιον να μιλήσει; ποιος πονάει;
Η μοναξιά πλακώνει με τη νύχτα

κι η νύχτα στο χωριό μου είναι μεγάλη.

εκδοχή δεύτερη: Μαίρη

Να μη στεναχωριέσαι για τούτη την αυλή που όρισε τη ζωή μου. Αυτό ήταν.
Καλό ή κακό μην το ξετάζεις. Αυτό ήταν.
Ναι, θα μπορούσε να ΄τανε κι αλλιώς, μα τι να λέμε τώρα;
Υπήρξαν και καλές στιγμές. Έκαναν γάμους τα παιδιά, ήρθαν εγγόνια.
Υπήρξανε και δύσκολες, πολλές, κι ακόμα…
Μη σκέφτεσαι πώς τυραννίστηκα, χωρίς ανέσεις,
με τα φτωχόρουχά μου. Πως έσβησε η λάμψη από τα μάτια μου.
Όλοι γερνάμε, άλλοι καλύτερα άλλοι χειρότερα.
Εγώ τον διάλεξα. Τον ακολούθησα. Ο έρωτας.
Θα απορείς τι θέλω πια και ζω. Ίσως για να θυμάμαι.
Ίσως γιατί ο θάνατος έχει τους δικούς του νόμους.
Σ’ αφήνω τώρα. Κάτι θέλουν τα πουλιά.
Θα ΄ρθεις απόψε;


εκδοχή τρίτη: Άννα

Με λένε Άννα. 
Απ’ το χωριό μου στη Ρωσία και πάλι στο χωριό.
Ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Ξέρω καλά να συλλαβίζω λέξεις:
θα-να-τος, χιό-νι, ξε-νι-τιά,
πρό-σφυ-γας, κα-τα-πά-τη-ση, σα-κά-τε-μα.
Ακούστε με,
τα αδερφομοίρια φέρνουν συφορές. 
Κοιτάξτε πώς φυσάει ο άνεμος, δρολάπι.
Ανακατεύεται η γη, 
Δεν έχει σύνορα.
Δεν έχει χρόνο.

εκδοχή τέταρτη: Μερσίνα
Κυριακή
Οι πιο πολλοί στην εκκλησία. Ησυχία. Ούτε οι ψυχές δε μ' επισκέφτηκαν απόψε. Τόση ησυχία! Δε βρίσκω τα παιδιά μου. Κλειστά τα κινητά. Κοιμούνται; Ταξιδεύουν; Να λάθεψα τους αριθμούς; Υποχρεώσεις. Έτσι λένε. Ένας κύκλος η ζωή τους. Έμεινα απ’ όξω. Μ’ έκλεισαν απ’ όξω.
Φεύγω, λοιπόν, κι εγώ. Τώρα τι ντύθηκα έτσι σαν καρνάβαλος δεν ξέρω, με ψάθινο καπέλο και το στάχυ στο πλάι και με το ταγεράκι που φορούσα στο γάμο της μικρότερης…
Θα πάρω το δρόμο
όχι προς τα κει που πάει το λεωφορείο,
ανάποδα.
Ίσα στο ρέμα. Από κει
βρίσκω τον πλάτανο,
αρχίζει το μποστάνι,
ύστερα το χωράφι με τις μυγδαλιές κι ύστερα τα
βαμπάκια. Καλά ποτιστικά χωράφια.
Θ' ανηφορίσω στο βουνό.
Ποιος ξέρει τι είναι
μετά. Εκεί θα πάω.
Κλείνω την πόρτα, κάπου θα βγω.
Φεύγω.


Κούλα Αδαλόγλου

                                                                                        (απόσπ. από τη «Διπλή άρθρωση», 2009)












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου