(Ι) Εβδομάδα Πρώτη
Επτά όμορφες παρθένες, γυαλίζονται
στα κάτοπτρα των λιμνών ,έχουν
γυμνό τον ώμο τους, δαγκωμένο
από κρύσταλλα, με πληγές που
τρέχουν λευκογάλαζο φως.
Κοιτάζουν τα μακριά λεπτά τους δάχτυλα
με τα ωραία νύχια από ροζ πέταλα
μυγδαλιάς,
πριν τα περάσουν στα μαλλιά τους να χτενιστούν.
Αυτές θα αναγγείλουν την Άνοιξη
στα στέκια της σαρακοστής
με γλυκά τραγούδια ρυακιών να
κατεβαίνουν
απ’ τα θυμωμένα χείλη τους με
προορισμό την καρδιά
και το βαθύ γαλάζιο της
θάλασσας.
Ανοίγουν διστακτικά το χαμόγελο, στην αρχή,
γιατί φοβούνται τον έρωτα μην
τις προδώσει
με αδιαπέραστες βροχές και τις
πατήσει με
τα παγωμένα πέλματα λόφων,
πριν καλά-καλά βρουν αγκαλιές να πλαγιάσουν
με αφίλητο στους κοιτώνες πόθο.
Εγώ έδεσα στο μικρό δαχτυλάκι της αφορμής
μια κλωστίτσα για να μην έχω
δικαιολογία να μη σε θυμάμαι.
Ότι παιχνίδια κι αν παίξει,
ο διπρόσωπος μήνας Μάρτης
μια γέφυρα θα ‘ναι να περάσει η
Άνοιξη.
(ΙΙ) Χαιρετισμοί
Έμπνευση
Άπιστη ερωμένη των ποιητών
Κοιμάται γυμνή ανασαίνοντας
Ζάλη ευωδιαστής δάφνης και
γαλάζιο πέλαγο
Πιωμένη νε νερό των πηγών της
αθανασίας
Μη την ξυπνάτε μην της μιλήσετε
Αφήστε την από μόνη να
επιστρέψει
Στο δικό μου όνειρο
Να χτυπήσει τα κρύσταλλα των
καθαρών ήχων
Στις σπηλιές της σιωπής μου
Κι εγώ να τερματίσω την
περιπλάνηση
Της αγρύπνιας μου καβάλα στη
σταχτιά
Φοράδα της φαντασίας μέσα στο
απέραντο
Της λευκής ερήμου
Στα έπη των θεών δοξασμένη
Στις ρούγες των στίχων παινεμένη
Χαίρε νύμφη ανύμφευτε
Αγία και άσεμνη παρθένε
Απορώ
και εξίσταμαι φύσηξε μου την πνοή σου.
(ΙΙΙ) Εαρινή Ισημερία
Μέρος Α’: Ουτοπία
Μέρος Β’: Λιμνοθάλασσα του
Αιτωλικού
Μέρος Γ’: Τα λάθη
Μέρος Δ’: Διπολικός
Λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού.
Πάντα με άγουρη έκπληξη
ανοίγουν οι κλώνοι τα μάτια
τους,
Με τον θαυμασμό στη καρδιά τους
ανασαίνουν την Άνοιξη
και πέφτουν να κοιμηθούν τα
κορίτσια.
Η νυχτερινή έκσταση άναψε όλα
τα άστρα στο θόλο του ονείρου
τους.
Εγώ ακολουθώ τα βουβόθερμα
ρεύματα της αγάπης, ένα ρομάντζο
στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού
μας πάει πολύ απόψε, με γαλήνη
παρέα την ασημοφέγγιστη Σελήνη
και στο πυροφάνι τον λαμπρό
Αποσπερίτη.
Μοσχοβολάει το μύρο και το λιβάνι,
η Αγία Παρασκευή θυμιατίζει
το νησί με φώσφορο και αρώματα
της φύσης
θυμάρι, ρίγανη, αμάραντο, πεύκο
Δάφνες και Βάγια. Ο Αϊ-‘Σώματος
μαζεύει στις χούφτες του το
μέλι,
το φυλάει για τους γαϊτιέρηδες και τους ψαράδες,
που το ζητάνε τις δικές τους νύχτες.
Βαρύς ο έρωτας, μ’ ένα φιλί μπορεί να μας βουλιάξει.
την όψη ανταλλάξατε εσύ και το
φεγγάρι.
Απαλά μέσα στη θάλασσα πέταξα την παλάμη
και χτένισα με τα δάχτυλα
τα φύκια στης γοργόνας το
κεφάλι.
Κι άλλο φιλί δεν άντεξε και βούλιαξε η βάρκα.
Εμείς πολιορκημένοι από τα θαύματα γλυκά,
ήσυχα αγκαλιασμένοι
πιάσαμε έρημη στεριά. Αστράφταμε
σαν αστέρια
μόνο το φως φορούσαμε και
σκάσαμε στα γέλια.
Σπύρος Σ. Βουτσινάς




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου