Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

"Το χνάρι που δεν έσβησε" το καινούριο μυθιστόρημα της Νόελ Μπάξερ



Στην Πόλη που Κύλησε στη Θάλασσα, στο παλιό αρχοντικό με το μεγάλο πεύκο που έκρυψε αναστεναγμούς, μυστικά, προδοσίες και λάθος έρωτες, μια γυναίκα φορώντας παλιά νυφικά στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες σε έναν χορό που ενώνει τους χρόνους. Ένα μαργαριτάρι θα κυλήσει ανάμεσα στο στήθος δύο γυναικών από διαφορετικές γενιές, μαρτυρώντας πως τα ανθρώπινα λάθη, όπως τα πάθη, δυστυχώς επαναλαμβάνονται.
Η μαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωμένος με όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις μνήμες και τις αδικίες μιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται μια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεμάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιμένει, μπαίνει σώγαμπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων. 
Επί δεκαεπτά χρόνια, ένα αντρικό πανωφόρι περίμενε υπομονετικά σε ένα παλιό υπόγειο το γνώριμο σώμα, αυτόν που θα πατήσει το χνάρι που δεν έσβησε. Ένα αγόρι, το 1990 πια, στον δρόμο προς την επώδυνη άνδρωση.

…Όλα αυτά και πολλά ακόμη συναρπαστικά σε ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, γραμμένο με ψυχή και με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της αγαπημένης συγγραφέως που, για μία ακόμη φορά, μπλέκοντας έξοχα τη μυθιστορία με την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.




Στο νέο της μυθιστόρημα, η Νόελ Μπάξερ πλάθει χαρακτήρες που άλλοτε μοιάζει να βγήκαν από παλιούς ξεχασμένους θρύλους και άλλοτε να ζουν δίπλα μας. Η ιστορία της, ένα χρωματιστό κουβάρι, μας υπενθυμίζει την Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών, τη ζωή στα αστικά κέντρα και τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις της επαρχίας. Η εναλλαγή του απόκοσμου με το οικείο ταξιδεύουν τον αναγνώστη και τον κάνουν συνένοχο στα μυστικά των ηρώων. 



Απόσπασμα
..........................
Μέσα από τα στενά και δαιδαλώδη δρομάκια της Πλάκας, με οδήγησε σε ένα καφενείο κρυμμένο σε φυλλωσιές. Μπήκαμε και τραβήξαμε στην πιο απόμερη γωνιά, κάτω από το στενό πατάρι που αντικαθιστούσε την αποθήκη.
«Δεν είσαι κλειστοφοβικός, ε;», με ρώτησε και μου έδειξε την καρέκλα να καθίσω. «Εδώ μαζεύονταν στη δικτατορία διάφοροι καλοί άνθρωποι», συνέχισε. «Εδώ λένε πως ερχόταν κι ο Αλέκος Παναγούλης καμιά φορά. Μπορεί, τυχερέ, να σου τύχει να πιεις από το ποτήρι του», μου έκλεισε το μάτι. 
Μέχρι να μας σερβίρουν, η κουβέντα κύλισε στα τυπικά. Με την πρώτη ρουφηξιά, άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε:
«Σε έφερα εδώ γιατί ταιριάζει το μέρος».
«Σε τι ταιριάζει;», τον ρώτησα κοιτώντας γύρω μου.
«Το θέμα συζήτησης που είχαν οι άνθρωποι που έρχονταν εδώ ήταν ένα», διευκρίνισε. «Πώς θα αλλάξουν την Ελλάδα και ύστερα, όλοι μαζί, πώς θα αλλάξουν τον κόσμο. Αυτό, το ίδιο, απασχολούσε τον πατέρα σου στο Μάντσεστερ. Αδιάκοπα συζητούσαμε γι’ αυτό. Ήταν η μόνιμη συζήτησή μας. Διανύαμε χιλιόμετρα καθημερινά, διασχίζαμε την πόλη και βγαίναμε στην εξοχή και τότε ξυπνούσαμε, πως παραπήγε μακριά η κουβέντα».
«Πώς ήθελε να τον αλλάξει;», ρώτησα με ενδιαφέρον.
Ο Μάσκας με κοίταξε αυστηρά.
«Ηλίθιο είσαι παιδί μου; Μόνο με έναν τρόπο αλλάζει ο κόσμος. Αν έρθει τούμπα. Όταν οι λαοί θα μιλούν και οι αφέντες θα σιωπούν. Δεν σου είπε τίποτα γι’ αυτά ο Σπάρτακος; Απορώ. Θέλεις να πεις πως άφησε πίσω του στην Αγγλία τα επαναστατικά μανιφέστα;»
«Επαναστατικά μανιφέστα ο μπαμπάς μου;», μου ξέφυγε, ακούγοντας δύο απαγορευμένες λέξεις για το σπίτι μας. Ο συνδυασμός τους ήταν ο εκρηκτικός κι απαγορευμένος. Κατά τα άλλα, Επανάσταση ήταν και η Χούντα.
«Πρωτοστατούσε. Καλά, δεν το ξέρεις, είναι δυνατόν;»


πρόταση της Τασούλας Γεωργιάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου